Κεφάλαιο 38

758 43 8
                                    

Ο Κωνσταντίνος πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να μιλάει.
Κ:Τον πρώτο χρόνο που ήρθαμε στην Ελλάδα, μπήκε στη ζωή μου κάποια, που ένιωσα πολλά για εκείνη. Προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, αλλά δεν τα κατάφερα. Εκείνη, δε μου μιλούσε πια και μετά δεν ερχόταν καν και ήταν λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Ο πατέρας της, μου είπε ότι δε θέλει να με ξαναδεί, να την αφήσω ήσυχη και ότι αν δεν κάνω αυτό που μου λέει, θα το πληρώσω ακριβά, με πρώτο και κύριο, ότι όλοι θα μάθαιναν αυτό που συνέβη τότε με εκείνη και θα έχανα τη δουλειά μου. Η κοπέλα αυτή, έμεινε έγκυος, όπως έμαθα λίγο αργότερα από τον πατέρα της. Μου είπε ότι δε θέλει το μωρό και πως οφείλω να το μεγαλώσω εγώ, αλλιώς θα το στείλει σε ίδρυμα. Μου είπε πως αυτό θα είναι το μυστικό μας. Εκείνος, θα άφηνε το μωρό στην αυλή μας και καλά ότι κάποιος το παράτησε, αλλά στα χαρτιά είναι αναγνωρισμένη από μένα. Συνέχιζα να ψάχνω τη μητέρα της για κάποιο διάστημα, αλλά δεν τα κατάφερα, απελπίστηκα και τα παράτησα. Μετά από χρόνια, ξαναεμφανίστηκε μπροστά μου. Νόμιζα πως την μισούσα, αλλά συνειδητοποίησα πως είμαι ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Μόλις χθες, μου είπε την αλήθεια. Νόμιζε ότι η κόρη μας πέθανε, έπαθε βαριά κατάθλιψη και πριν λίγους μήνες της είπε ο πατέρας της ότι η κόρη της ζει, δεν της είπε όμως το πιο σημαντικό. Με ποιον ζει."
Και οι 3, είχαν τα μάτια τους, καρφωμένα πάνω του. Πήρε μια ακόμη βαθιά ανάσα και σκέφτηκε "Ή τώρα ή ποτέ"
Κ:Αλεξάνδρα, η κόρη μας είναι η Σοφία. Σοφία, η μητέρα σου, ήταν μαθήτρια μου. Ζωή, σε απάτησα δύο φορές και τις δυο με την Αλεξάνδρα. 
Τώρα ήταν σοκαρισμένες και οι 3.
Ζ:Πώς μπόρεσες να μου φερθείς έτσι; Σε αγάπησα, σε πίστεψα.
Η Ζωή έφυγε τρέχοντας και κλαίγοντας και χωρίς να το καταλάβει κατέληξε στη μέση του δρόμου και παραλίγο να την χτυπήσει ένα αμάξι. Ο οδηγός βγήκε έξω, για να ελέγξει αν είναι καλά. Εκείνη πάλι άρχισε να κλαίει.
-Θες να μου μιλήσεις;
Ζ:Όχι, ευχαριστώ.
-Δεν είσαι καλά και μάλλον δεν έχεις κάποιον να τα πεις.
Ζ:Πρόβλημα μου.
-Εγώ φταίω που προσφέρθηκα να σε ακούσω!
Ζ:Α ναι; Όλοι σας είστε, γουρούνια και γαϊδούρια! Σκέφτεστε μόνο με το κάτω κεφάλι. Γενικά, δεν σας καίγεται καρφί, αν οι πράξεις σας, πληγώνουν άλλους ανθρώπους.
-Θα πεις κι άλλα; Να ξέρω να φύγω.
Ζ:Ναι, θα πω.
-Αν είναι να πεις κι άλλα, τουλάχιστον να μου τα πεις κάπου, που δε θα σταματάμε την κυκλοφορία.
Η Ζωή γέλασε.
Ζ:Ναι, σωστά.
-Είδες; Επιτέλους γέλασες. Είμαι ο Νίκος.
Ζ:Ζωή.
Ν:Για πες Ζωή, τι σε έκανε να κλαις;
Ζ:Τόσα χρόνια μεγάλωνα την κόρη του άνδρα μου και της ερωμένης του και δεν το ήξερα. Βέβαια, ούτε κι εκείνη ήξερε, ότι μεγαλώνουμε το παιδί της, γιατί νόμιζε πως πέθανε.
Ν:Να σου πω και το δικό μου, τότε. Άφησα έγκυο μια παντρεμένη, η οποία δεν μου είχε πει ότι ήταν παντρεμένη και ότι μεγαλώνει το παιδί μας, μόλις έμαθα την αλήθεια, για να την εκδικηθώ, της πρότεινα να νομίζουν όλοι ότι ο Ιάσωνας πέθανε και εκείνη συμφώνησε. Ο μόνος τελικά που πληγώθηκε από αυτή την ιστορία, είναι ο Αντώνης."
Η Ζωή, μόλις άκουσε αυτό το όνομα, ένιωσε ρίγος.
Ν:Τι έπαθες τώρα; Αντώνη τον λένε τον σύζυγο σου;
Ζ:Όχι. Απλώς ήμουν ερωτευμένη κάποτε, με έναν Αντώνη. Τέλος πάντων, σε ευχαριστώ πολύ για την παρέα σου και ελπίζω να μη ξαναπληγώσεις άνθρωπο, όπως πλήγωσες τον Αντώνη.
Ο Νίκος δεν της απάντησε κάτι, σχετικά με την τελευταία πρόταση της, χαιρετήθηκαν και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Η Ζωή πλέον ήταν ήρεμη και είχε πάρει τις αποφάσεις της.

Αλ:Πριν άκουσα φθηνές δικαιολογίες από το στόμα σου, Κωνσταντίνε. Παραδέξου ότι φοβόσουν μη γίνεις βούκινο και δεν βρίσκεις δουλειά ή ότι θα πήγαινες φυλακή, επειδή πήγες με μια ανήλικη και όχι ότι τον πίστεψες πράγματι.
Κ:Φθηνές δικαιολογίες; Έκοψες κάθε επαφή μαζί μου και δεν ήξερα τι να πιστέψω! Αν πράγματι είχα τη φωλιά μου, τόσο λερωμένη, όσο νομίζεις, τότε γιατί σας μάζεψα και τις 3 μαζί και σας τα είπα όλα; Νομίζεις πως μου ήταν εύκολο να το κάνω αυτό; Σοφία μου, ελπίζω να με συγχωρέσεις, που έστω και άθελα μου, σε απομάκρυνα από τη μητέρα σου.
Ο Κωνσταντίνος πήρε την βαλίτσα, την οποία είχε ήδη έτοιμη και έφυγε από το σπίτι. Η Αλεξάνδρα με τη Σοφία ανέβηκαν πάνω και η Σοφία πρώτα θα έψαχνε βαλίτσα.
Σ:Πρέπει να πέρασες δύσκολα, έτσι;
Η Αλεξάνδρα έκλαιγε.
Αλ:Ναι, αλλά δεν έχουν καμία σημασία, γιατί σε έχω επιτέλους δίπλα μου.
Η Σοφία την αγκάλιασε σφιχτά και η Αλεξάνδρα ένιωθε πλήρης. Η Σοφία προσπάθησε να βγάλει μια βαλίτσα, αλλα έπεσαν και κάτι άλλα πράγματα. Εκτός από άλμπουμ φωτογραφιών, έπεσε ένα κουτί, το οποίο η Σοφία έβλεπε για πρώτη φορά. Το άνοιξε και είχε το βραχιολάκι της από το μαιευτήριο, τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως και κάτι γράμματα.
Σ:Αυτά τα γράμματα, τα έστελνε σε σένα. Κοίτα, έχει σημάδια ότι τα έστειλε και του τα έστελναν πίσω. Είμαι σίγουρη ότι και γι' αυτό φταίει ο Γιάννης. Θα τα διαβάσεις;
Αλ:Δε νομίζω.
Σ:Δε θες να μάθεις, τι σου έγραφε;
Αλ:Έχει σημασία;
Σ:Ναι. Έλα, πάρ'τα. Διάβασε τα, όποτε νιώσεις έτοιμη.
Αλ:Κορούλα μου. Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματα σου και θα πάμε να γνωρίσεις τον θείο και τον ξάδερφο σου.
Ετοίμασαν τα πράγματα της Σοφίας, πήγαν στο διαμέρισμα της Αλεξάνδρας, τακτοποιήθηκε, γνώρισε τον Αντώνη και τον Δημήτρη, συζήτησαν για πάρα πολλά πράγματα και μόλις γύρισαν στο διαμέρισμα, η Σοφία έπεσε αμέσως για ύπνο.
Η Αλεξάνδρα έκανε βιντεοκλήση στον Λίαμ και του είπε τα νέα. Πρώτη φορά την έβλεπε πραγματικά χαρούμενη και ήταν χαρούμενος κι ο ίδιος. Αυτό που είχε καταλάβει όμως και η Αλεξάνδρα δεν παραδεχόταν, ήταν πως είναι ακόμη ερωτευμένη με τον Κωνσταντίνο και απ' ό,τι φαίνεται και εκείνος μαζί της. Έπρεπε να κάνει κάτι γι'αυτό.

Οι μέρες πέρασαν. Η Αλεξάνδρα με τη Σοφία άρχισαν να δένονται και η Σοφία να την λέει "μαμά". Ήταν Κυριακή πριν την Μεγάλη Εβδομάδα, όταν η Σοφία επέστρεψε από τον καφέ που πήγε με τις φίλες της. Μπήκε στο ασανσέρ και πριν προλάβει να πατήσει το κουμπί, κάποιος της φώναξε να τον περιμένει. Όταν μπήκε και εκείνος στο ασανσέρ, κοιτάχτηκαν έντονα και είπαν ταυτόχρονα.
Σ:Λίαμ;!
Λ:Σοφία;!
Σ & Λ:Μένεις εδώ;

ΈνοχοιWhere stories live. Discover now