Κεφάλαιο 25

1K 49 0
                                    

Τα σχολεία άνοιξαν και πάλι. Τη Δευτέρα, την πρώτη ώρα είχαν Γυμναστική, αλλά η Μαρία πήρε απαλλαγή. Η Ειρήνη της ζήτησε να της φέρει κάτι από το γραφείο. Στο γραφείο ήταν μόνο ο Αντώνης. Η Μαρία δεν του μίλησε καν.
Α:Καλημέρα Μαρία. Ούτε ένα Καλημέρα δε δικαιούμαι να ακούσω;
Μ:Ξέρω 'γω; Όχι;
Α:Καλά, όπως θες. Πώς κι από 'δω;
Μ:Η κυρία Ειρήνη με έστειλε.
Α:Δεν είσαι η δούλα της.
Μ:Αν ήξερα ότι θα ήσουν εδώ, δεν θα ερχόμουν καν.
Α:Εντάξει. Έμαθα, την πήρες την απαλλαγή και κανείς δε ξέρει την αλήθεια. Να' ναι καλά ο Ορέστης. Α! Περνάτε καλά με τον Ορέστη, εσύ και το παιδί μας;
Μ:Μήπως να έκοβες το υφάκι και την ειρωνεία; Ναι, μια χαρά περνάω.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η πόρτα και μπήκε μέσα μια καθηγήτρια.
Α:Δε γίνεται να σας λέω ότι τα Αρχαία είναι πολύ σημαντικά και το μάθημα με τον μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας και εσείς και να συνεχίζετε να μου λέτε ότι θα δώσετε μεγαλύτερη βαρύτητα, σε άλλα μαθήματα.
Σ:Συγγνώμη, μαλώνετε για τα Αρχαία;
Α:Ναι.
Μ:Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν είναι μόνο τα Αρχαία σημαντικά. Εξίσου σημαντικά μπορεί να είναι τα Λατινικά, η Ιστορία, η Γλώσσα. Ό,τι θέλουμε, θα διαβάσουμε!
Α:Δεν σας είπα να μην τα διαβάσετε, απλώς να μην κάνετε, λες και τα Αρχαία δε σημαίνουν τίποτα για σας.
Σ:Αν σας άκουγε κάποιος, θα νόμιζε ότι είστε ζευγάρι και τσακωνόσαστε. Και οι δυο γύρισαν και την κοίταξαν. Τι να της έλεγαν; Ότι είχε μπροστά της δύο ανθρώπους που ήταν όντως ζευγάρι και περίμεναν το πρώτο τους παιδί; Ούτε καν.
Σ:Πλάκα κάνω. Αντώνη, καταλαβαίνω ότι θέλεις να τους συμβουλέψεις, αλλά από εκεί και πέρα, κάνουν ό,τι νομίζουν εκείνοι πως είναι καλύτερο για εκείνους.
Του τα έλεγε και τον χάιδευε στον ώμο. Η Μαρία ήταν έτοιμη να της κόψει το χέρι.
Μ:Λοιπόν, εγώ παίρνω αυτό που μου ζήτησε η κυρία Ειρήνη και φεύγω.
Σ:Εντάξει Μαρία. Χαιρετίσματα στην Ειρήνη.

Την τέταρτη ώρα είχαν Λογοτεχνία Γενικής με τον Αντώνη. Όλοι μπήκαν μέσα και τακτοποιήθηκαν και ο Αντώνης ξεκίνησε να διαβάζει κάτι
Α:"Δώσε μου ότι έχεις κι ότι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δε γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ' αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς, να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει.
Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορούσαμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό. Καληνύχτα, αγάπη. Όλη τη μέρα σήμερα γύρευα τη στοργή σου."
Οι μαθητές τον άκουγαν με προσήλωση, εκείνος όμως κοιτούσε τη Μαρία και όταν τελείωσε, τον χειροκρότησαν όλοι, εκτός από εκείνη.
Α:Σας ευχαριστώ πολύ. Σήμερα όπως καταλάβατε, είπα να ξεκινήσω με κάτι διαφορετικό. Είναι αποσπάσματα των γραμμάτων που έστελνε ο Γιώργος Σεφέρης στην Μαρίκα ή Μαρώ Ζάννου, όταν εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο.
Κ:Και τελικά;
Α:Τελικά παντρεύτηκαν το 1941 και ήταν παντρεμένοι μέχρι και τον θάνατο του Σεφέρη.
Μ:Εσείς γιατί μας το διαβάσατε αυτό;
Α:Νόμιζα πως ήταν προφανές Μαρία.
Μ:Όχι.
Α:Αφού δε μπορείς να το καταλάβεις, τότε λυπάμαι. Σου εύχομαι πάντως, να ζήσεις έναν αμοιβαίο και παράφορο έρωτα, που δυστυχώς όμως, κάθε μέρα θα αγωνιάς, αν θα καταφέρετε να ξεπεράσετε τα όποια εμπόδια προκύψουν και μπορεί να είναι πολλά. Ο Σεφέρης και η Ζάννου πάντως τα κατάφεραν. Η Αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη, είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία.
Κ:Στη γυναίκα σας, το διαβάζετε;
Α:Δεν έτυχε ποτέ. Δεν της αρέσουν τέτοια βιβλία.
Κ:Κρίμα. Αυτή χάνει.
Ο Αντώνης γέλασε και συνέχισαν το μάθημα.
Η Μαρία δεν του έδινε σημασία και όταν χτύπησε το κουδούνι, ήταν η πρώτη που βγήκε έξω. Την επόμενη ώρα, ο Αντώνης είχε κενό και ήταν μέσα στην αίθουσα. Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
Α:Εμπρός;
Μ:Να μπω;
Α:Μπείτε.
Δεν είχε καταλάβει ότι ήταν η Μαρία, μιας και άλλαξε τη φωνή της πριν και δεν την περίμενε καν.
Α:Μαρία; Νόμιζα ότι δεν ήθελες καν να μου μιλάς. Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;
Τα μάτια του έλαμπαν.
Μ:Μ'αγαπάς;
Α:Ναι.
Μ:Ναι, μέχρι να συμβεί πάλι κάτι.
Α:Ούτε τότε έπαψα να σε αγαπάω. Ξέρω πως αναγκάστηκες τότε να πεις ψέματα, αλλά δε μπόρεσα να χωνέψω ότι μέχρι κι εσύ μου είπες ψέματα.
Μ:Ναι, σε καταλαβαίνω. Αλλά κάθε φορά, που κάτι θα συμβαίνει, θα μου το χτυπάς;
Α:Όχι. Πλέον συνειδητοποίησα πως όλα θέλω να τα ζήσω στο πλάι σου και όχι απέναντι σου. Μαρία, εσύ μ'αγαπάς;
Μ:Ναι. Και το απόσπασμα που μου αφιέρωσες, με συγκίνησε. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην κλάψω.
Α:Θες να σου διαβάσω ολόκληρο τον Α' Τόμο, όταν θα είμαστε οι δυο μας;
Μ:Ναι, θέλω.
Άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι και η Μαρία έφυγε. Το μεσημέρι έφτασε και ο Αντώνης πήγε στο σπίτι. Η Άννα ετοίμαζε το τραπέζι.
Αν:Λοιπόν, μας ήρθε προσκλητήριο γάμου.
Α:Αλήθεια; Από ποιον;
Αν:Η Μαρία παντρεύεται σε ένα μήνα.

ΈνοχοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant