Κεφάλαιο 50

883 47 2
                                    

Ο Δημήτρης ήταν μόνος του στο σπίτι, μέχρι που κάποιος χτύπησε το κουδούνι και εκείνος άνοιξε την πόρτα, για να δει ποιος είναι.
Δ:Τι θες εσύ εδώ;
Αλ:Να περάσω;
Δ:Όχι. Να φύγεις.
Αλ:Εντάξει, περνάω.
Δ:Τι θες;
Ο Δημήτρης είχε κατακόκκινα μάτια από το κλάμα.
Αλ:Ήθελα να δω πως είσαι.
Δ:Μια χαρά είμαι. Άντε, φύγε τώρα.
Αλ:Δεν είσαι και δε θέλω να σε βλέπω έτσι.
Δ:Σοβαρά; Όλοι με κοροϊδεύατε τόσο καιρό. Είμαι σίγουρος πως γνώριζες για τη Μαρία και τον πατέρα μου. Και εδώ ήρθες, γιατί με λυπάσαι. Δε γουστάρω να με λυπούνται!
Αλ:Πας να βγάλεις την ουρά σου απ' έξω; Γνώριζες τόσα χρόνια πως ο Ιάσωνας ζει και ούτε εσύ είπες την αλήθεια στον Αντώνη. Η Μαρία ήξερε εξ'αρχής τη σχέση μας και δεν είπε τίποτα στον Αντώνη, για να του το πούμε εμείς. Εσύ το μόνο που έκανες και κάνεις είναι να ρίχνεις ευθύνες στους άλλους, λες και σ' αυτή την ιστορία υπήρξε κάποιος που δεν τα έκανε σκατά! Ένα συγγνώμη δε ζήτησες από την αδερφή μου. Ναι, ήξερα. Και παρόλο που έχουν διαφορά 25,5 χρόνια, είναι γραφτό να είναι μαζί. Λοιπόν, κακώς ήρθα. Και όχι, δεν ήρθα, γιατί σε λυπάμαι, αλλά γιατί σε... νοιάζομαι. Νιώθω τόσο ηλίθιος! Φεύγω.
Ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε στην πόρτα. Ο Δημήτρης τον σταμάτησε.
Δ:Μείνε. Σ'αγαπάω Αλέξανδρε.
Αλ:Δεν σε πιστεύω. Τώρα είναι πια αργά. Αντίο, Δημήτρη.
Ο Δημήτρης τον φίλησε στο στόμα, ο Αλέξανδρος όμως τον έσπρωξε και έφυγε από το σπίτι του. Ο Αλέξανδρος πήγε στο σπίτι του Ιάσωνα.

Στο νοσοκομείο, ο Αντώνης και η Μαρία, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τι έχει να τους πει η Δανάη.
Δ:Να ξανασυστηθούμε, Αντώνη. Είμαι η Τζούν.
Ο Αντώνης έμεινε αποσβολωμένος.
Μ:Τι λες, Δανάη; Ας μου εξηγήσει κάποιος, τι συμβαίνει!
Δ:Ο Αντώνης ήταν και εμένα ο πρώτος μου. Στα 18 μου. Έκανε το μεταπτυχιακό του τότε, ενώ εγώ ήμουν μόλις στο 1ο έτος.
Μ:Και το Τζούν, πού κολλάει;
Δ:Ο πατέρας μου ή τουλάχιστον, αυτός που νόμιζα για πατέρα μου, με φώναζε Τζούν, επειδή γεννήθηκα Ιούνιο. Πέθανε, αλλά εμένα όλοι συνέχιζαν να με αποκαλούν ως Τζούν, παρά ως Δανάη.
Μ:Και πώς συναντηθήκατε εσείς οι δύο;
Α:Στο Πανεπιστήμιο που έκανα το μεταπτυχιακό, ήμασταν με μία παρέα, διαφόρων ατόμων. Μία ήταν και η Τζουν, δηλαδή η Δανάη. Μια μέρα έγινε ένα beach party και η Τζουν με φίλησε και μου είπε ότι θέλει να είμαι ο πρώτος της. Έτσι κι έγινε. Γιατί όμως μετά μου έκανες όλα αυτά;
Δ:Γιατί ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί σου, ενώ εσύ όχι. Όταν με ξαναείδες, δε με θυμόσουν καν.
Α:Όλοι ξέρατε ότι περνούσα μια φάση, που δε γούσταρα να κάνω σχέση.
Δ:Ναι, γιατί σκεφτόσουν ακόμα τη Ζωή. Αλλά, λίγα χρόνια μετά, παντρεύτηκες την Άννα.
Α:Από τα χειρότερα λάθη της ζωής μου. Μόνο που δεν έχει σημασία πια. Θίχτηκε ο εγωϊσμός σου Δανάη, γι'αυτό τα έκανες όλα.
Δ:Ναι, το παραδέχομαι. Με τον Νίκο παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια, για να σε ξεπεράσω. Όταν κατάλαβα ότι κοιμήθηκε με την Άννα και ότι ο Ιάσωνας είναι παιδί του, το θεώρησα την τέλεια ευκαιρία να σε πληγώσω. Χρησιμοποίησα ακόμη και τον ίδιο τον Ιάσωνα, όταν κατάλαβα πόσο του αρέσω, για να συμφώνησει στο σχέδιο. Τελικά όμως τον αγάπησα πραγματικά. Ελπίζω κάποια μέρα να με συγχωρέσεις, Αντώνη.
Α:Ξέρω πως τον αγαπάς. Ξέρω πως έχεις μετανιώσει. Δεν σου κρατάω κακία ή κάτι τέτοιο. Και εγώ ικανός για τα χειρότερα ήμουν. Συμβιβάστηκα με την Άννα, μπας και ξεπεράσω τη Ζωή. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και να μπει η Μαρία στη ζωή μου, για να την ξεπεράσω. Και μέσα σε όλα, σκότωσα άνθρωπο. Κανονικά θα έπρεπε να παραδοθώ!
Δ:Ειδικά τον συγκεκριμένο, καλά του έκανες. Αν δεν τον σκότωνες εσύ, θα σας σκότωνε εκείνος! Δεν έχει νόημα να παραδοθείς, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εναντίον σου. Ξέχασε το και προχώρα.
Η Δανάη ξαφνικά ένιωσε μια αδιαθεσία.
Μ:Δανάη; Είσαι καλά;
Η Δανάη, μόλις συνήλθε κάπως, έπιασε το χέρι της Μαρίας και την κοίταζε στα μάτια.
Δ:Μαρία, είμαι άρρωστη.
Μ:Θα πας για θεραπεία και θα είμαστε όλοι δίπλα σου. Εμείς, ο Λίαμ, ο Αλέξανδρος, ο Ιάσωνας, που σε ψάχνει όλη μέρα.
Δ:Είμαι στο τελευταίο στάδιο. Είναι θέμα χρόνου να πεθάνω. Μην πείτε τίποτα σε κανέναν, ειδικά στον Ιάσωνα. Αρκετά τον έχω πληγώσει.
Μ:Ενώ το να νομίζει ότι δεν τον αγάπησες ποτέ, είναι προτιμότερο.
Δ:Τι να του πω; Ότι όπου να 'ναι θα πεθάνω;
Μ:Αν σ' αγαπάει πραγματικά, θα είναι δίπλα σου μέχρι το τέλος. Αν όχι, έχεις όλους εμάς δίπλα σου. Δεν είσαι μόνη, Δανάη.
Δ:Σε λίγο θα πάω να του το πω. Όπως και στον Λίαμ και στον Αλέξανδρο. Μαρία, ψυχή μου, συγγνώμη που ήμουν τόσο άθλια μητέρα. Ευτυχώς, εσύ θα είσαι πολύ καλή μητέρα, αλλά και μητριά.
Η Μαρία κατέβασε το κεφάλι της.
Μ:Το τελευταίο μου το είπε και η Άννα, λίγο πριν πεθάνει.
Α&Δ:Σοβαρά;
Μ:Ναι. Την ώρα που της έλεγα να παλέψει να μείνει ζωντανή για τον Δημήτρη.
Η Μαρία άρχισε να κλαίει πάλι. Ο Αντώνης με τη Δανάη, την παρηγορούσαν. Μετά από λίγη ώρα, η Δανάη θα έφευγε.
Δ:Ο Αλέξανδρος, πού είναι;
Μ:Πήγε στον Δημήτρη.
Δ:Αχ, να δούμε πότε θα τον ξεπεράσει!
Μ:Δεν είναι τόσο εύκολο, Δανάη. Καθόλου θα έλεγα. Μόλις έμαθε τι συνέβη, αμέσως πήγε σπίτι του. Τον αγαπάει ακόμη.
Δ:Ναι, αλλά ο Δημήτρης τον αγαπάει; Όχι. Δεν αξίζει στον Δημήτρη, ο Αλέξανδρος!
Μ:Και ο Δημήτρης τον αγαπάει! Δυστυχώς, το να είσαι ομοφυλόφιλος, ακόμη θεωρείται ταμπού. Ελάχιστοι το παραδέχονται, λες και είναι ντροπή. Η πραγματική ντροπή είναι να κοροϊδεύεις τους πάντες και τα πάντα, για να μην αποδεχτείς αυτό που πραγματικά είσαι! Η νονά μου, όταν βρήκε το κουράγιο να το παραδεχτεί στους γονείς της, την πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Ποτέ δε ντράπηκε όμως γι'αυτό που είναι και αισθάνεται. Δούλεψε σκληρά, έγινε διάσημη, δεν έκρυψε ποτέ της, ποια είναι και γι'αυτό την αγαπώ πολύ. Ο Αλέξανδρος αγαπάει πολύ τον Δημήτρη, όπως και ο Δημήτρης αγαπάει τον Αλέξανδρο και εύχομαι επιτέλους να του το δείξει με πράξεις. Μόνο έτσι θα είναι πάλι μαζί.

Το κουδούνι στο σπίτι του Ιάσωνα χτύπησε και ο Αλέξανδρος πήγε να ανοίξει.
Α:Δημήτρη, τι κάνεις εδώ;
Δ:Ήλπιζα πως θα ήσουν εδώ. Ό,τι και να συμβεί από εδώ και πέρα, ακόμη και να μην είμαστε μαζί, εγώ θα είμαι δίπλα σου και θα σε στηρίζω.

ΈνοχοιWhere stories live. Discover now