Κεφάλαιο 49

950 45 4
                                    

Μετά από μερικές ώρες, η Μαρία ξύπνησε σε ένα από τα δωμάτια του νοσοκομείου. Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να βάλει τα χέρια της στην κοιλιά της. Δε μπορούσε να καταλάβει, αν το μωρό της ζει ή όχι.
Και ο Αντώνης; Είναι καλά; Ζει; Ήθελε να σηκωθεί, αλλά ζαλιζόταν. Οπότε περίμενε κάποιος να έρθει στο δωμάτιο. Μετά από λίγη ώρα, η πόρτα χτύπησε. Άνοιξε και ήταν ο Αντώνης.
Μ:Αντώνη, είσαι ζωντανός!
Φιλήθηκαν στο στόμα. Ο Αντώνης έκανε ράμματα κοντά στο φρύδι, τα χέρια του ήταν κατακόκκινα και είχε κάποιες μελανιές.
Α:Είμαι καλά. Μέχρι να ξυπνήσεις, με εξέτασαν.
Μ:Άρα ο Ορέστης...
Α:Ναι.

Λίγες ώρες πριν
Όταν η Μαρία έφυγε, συνέχισαν την πάλη τους στο πάτωμα, ώσπου τελικά, ο Αντώνης κατάφερε και πήρε το όπλο στα χέρια του.
Ο:Δεν θα το κάνεις. Ξέρεις ότι δεν είναι σωστό να αφαιρέσεις τη ζωή κάποιου άλλου, έτσι δεν είναι;
Α:Αν σε αφήσω ελεύθερο, θα μας σκοτώσεις εσύ. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αντίο, Ορέστη.
Ο Αντώνης τράβηξε την σκανδάλη και τον πυροβόλησε 2 φορές. Ο Ορέστης πέθανε ακαριαία. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε η Δανάη και τον είδε που κρατούσε το όπλο. Ο Αντώνης ήταν σοκαρισμένος.
Α:Πρέπει να παραδοθώ στην αστυνομία, σκότωσα έναν άνθρωπο.
Δ:Ένα σκουλήκι σκότωσες και το έκανες για να σας προστατέψεις.
Α:Αυτό δεν με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.
Δ:Πόσες φορές τον πυροβόλησες;
Α:Δύο.
Δ:Δώσε μου το όπλο.
Α:Θα πάρεις πάνω σου τη δολοφονία του;
Δ:Ναι, άλλωστε αυτό ήθελε και ο αρχηγός.
Α:Σ'ευχαριστώ Δανάη.
Δ:Εγώ σ'ευχαριστώ.
Α:Για ποιο πράγμα;
Δ:Που τώρα ξέρω ότι η Μαρία έχει κάποιον να την αγαπά και να την προστατεύει.
Α:Της αξίζει, γι'αυτό.
Η Δανάη πήρε τηλέφωνο τον αρχηγό να του πει τα νέα. Μετά από λίγο ήρθε επιτέλους το ΕΚΑΒ και πήρε την Άννα. Ο Αντώνης πήγε αμέσως στο νοσοκομείο. Το πρόσωπο του είχε αίματα, οπότε, μέχρι να μάθουν νέα για τη Μαρία, πήγε να του κάνουν ράμματα και να σιγουρευτεί ότι δεν έπαθε κάτι.

Μ:Άρα... Όλα τελείωσαν;
Α:Ναι.
Μ:Το μωρό μας;
Α:Ευτυχώς το προλάβαμε. Έπαθες αποκόλληση πλακούντα. Αν ακολουθήσουμε τις οδηγίες του γιατρού, όλα θα πάνε καλά. Προς το παρόν, ξεκούραση και ακινησία.
Την ώρα που της τα έλεγε αυτά, η Μαρία κοιτούσε και χάιδευε την κοιλιά της. Ο Αντώνης έσκυψε και έδωσε ένα φιλί στην κοιλιά της. Έπειτα, της χάιδευε το πρόσωπο και τα μαλλιά και φιλήθηκαν στο στόμα.
Α:Ξέρεις πως θα την ονομάσουμε;
Μ:Πώς;
Ο Αντώνης της ψιθύρισε το όνομα στο αυτί.
Α:Τι λες;
Μ:Ναι!
Α:Θες να ρωτήσουμε τον Αλέξανδρο, τι όνομα σκέφτεται εκείνος;
Μ:Γιατί;
Α:Νονός της θα γίνει. Θέλω να δω πως σκέφτεται.
Μ:Ναι, και εγώ έχω περιέργεια τι όνομα θα σκεφτεί. Τώρα που βρίσκεται;
Α:Πήγε στον Δημήτρη.

ΈνοχοιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora