Ο Αντώνης επέστρεψε στο σπίτι. Ο γιος του και ο πατέρας του έλειπαν σε εκδρομή μαζί με τη Φωτεινή. Μαγείρευε μακαρόνια με κιμά, όταν χτύπησε το κουδούνι.
Α:Γαλήνη;
Γ:Ναι, εγώ είμαι. Θα προτιμούσα να με λες μαμά.
Α:Τι δουλειά έχεις εδώ;
Γ:Θέλω να δω τον Δημήτρη.
Α:Δεν είναι εδώ.
Γ:Πού είναι;
Α:Δεν σε αφορά.
Γ:Με αφορά! Είναι ο άνδρας μου.
Α:Ήταν. Και φταις εσύ γι' αυτό.
Γ:Εγώ για σένα το έκανα.
Α:Ορίστε; Όταν ήμουν άρρωστος, ποιος με φρόντιζε; Όταν πήγαινα σχολείο, ποιος έλεγχε αν έκανα τα μαθήματα μου και το πως τα πήγαινα γενικώς; Ποιος έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού; Εσύ; Όχι, ο Δημήτρης τα έκανε όλα. Εσύ ήσουν απούσα, αν και έμενες μαζί μας. Δεν έψαχνες πατέρα για μένα, κορόιδο έψαχνες, να το κάνεις ό,τι θέλεις.
Γ:Δεν σου επιτρέπω να με προσβάλλεις έτσι! Πες μου που είναι ο Δημήτρης. Η Άννα λείπει; Πού είναι η γλυκιά μου;
Α:Έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή, γιατί συμπαθήσατε τόσο πολύ η μία την άλλη. Και οι δύο κοιτάτε την πάρτη σας. Έξω τώρα και μην μας ξαναενοχλήσεις.
Γ:Καλά, στο τέλος όμως θα ζητάς γονατιστός συγγνώμη από τη μανούλα.
Ο Αντώνης της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και πήγε πάνω στο δωμάτιο.
Α:Μαρία, έφυγε.
Μ:Πώς αισθάνεσαι;
Α:Περίεργα. Τέλος πάντων, πάμε να φάμε.
Μ:Δεν είσαι καλά και το καταλαβαίνω. Έλα, θα μου τα πεις όλα σε λίγο. Έχουμε όλη τη μέρα δική μας.
Φιλήθηκαν στο στόμα και πήγαν στην κουζίνα να φάνε. Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο Αντώνης έπλυνε τα πιάτα και ξάπλωσαν στον καναπέ, εκείνη ήταν από μπροστά του, με γυρισμένη πλάτη και την είχε σφιχτά στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας την κοιλιά της.
Μ:Νιώθω τόσο χαρούμενη, κύριε καθηγητά.
Α:Που είμαστε οι δυο μας;
Μ:Ναι. Τελικά, η εκδρομή ήταν τέλεια ιδέα.
Α:Το είχε ανάγκη ο πατέρας μου.
Μ:Όταν ξαναείδε τη Φωτεινή, πώς ένιωσε;
Α:Είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι στη ζωή μου.
Μ:Μακάρι να μην πληγώσει τη Φωτεινή. Έχει περάσει πολύ δύσκολα.
Α:Κι αν τον πληγώσει η Φωτεινή;
Μ:Κι αν πληγώσουν ο ένας τον άλλον; Ποτέ δε ξέρεις..
Α:Ναι..
Ο Αντώνης της χάιδευε τα μαλλιά και τη φιλούσε στον λαιμό, όταν ξαφνικά της έκανε νόημα να σηκωθεί και έφυγε από το σαλόνι. Η Μαρία αναρωτιόταν τι ήταν αυτό το ξαφνικό. Μετά από λίγο επέστρεψε με ένα βιβλίο.
Μ:Ε δεν σε πιστεύω!
Α:Τι; Νόμιζα πως ήθελες κάποια στιγμή να σου το διαβάσω.
Μ:Ναι, πολύ. Απλώς νόμιζα ότι έφυγες έτσι, επειδή σε έπιασε κόψιμο.
Ο Αντώνης γέλασε και τη φίλησε.
Μ:Κύριε καθηγητά, θα μου διαβάσετε την Αλληλογραφία των Σεφέρη-Ζάννου;
Όλο το απόγευμα τους, το πέρασαν διαβάζοντας την Αλληλογραφία. Τα κινητά τους τα είχαν κλειστά. Ο Αντώνης είχε ξεχάσει ότι είχαν κανονίσει με τη Ζωή. Του είχε λείψει τόσο πολύ η Μαρία, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να περάσει χρόνο μαζί της.
Αυτή η όμορφη στιγμή όμως χάλασε, όταν ακούστηκε το κουδούνι.
Ο Αντώνης σηκώθηκε και πήγε να δει ποιος είναι.
Α:Ζωή;
Ζ:Είχαμε κανονίσει για σήμερα στις 8, το ξέχασες;
Α:Να πω την αλήθεια, ναι.
Ζ:Τότε να φύγω.
Α:Όχι, έλα, πέρασε.
Ζ:Εντάξει. Έφερα και γλυκά.
Α:Ευχαριστούμε.
Η Ζωή μπήκε μέσα στο σπίτι, προχώρησε στο σαλόνι και είδε τη Μαρία.
Ζ:Δεν ήξερα ότι θα είναι και άλλοι εδώ.
Α:Ναι. Δεν σε πειράζει, έτσι;
Ζ:Όχι φυσικά. Κόρη σου;
Α:Όχι. Μέλλουσα σύζυγος μου.
Ζ:Ορίστε;
Α:Γιατί αντιδράς έτσι;
Ζ:Εσύ έλεγες ότι, αν παντρευτείς, θα το κάνεις με κάποια συνομίληκη σου, ώστε να κάνετε οικογένεια. Είχα την εντύπωση πως έκανες οικογένεια με μία συνομίληκη μας.
Α:Ναι, δυστυχώς. Όμως, ποτέ δεν είναι αργά να διορθώσεις τα λάθη του παρελθόντος.
Ζ:Τι εννοείς;
Α:Ότι ήταν λάθος μου που την παντρεύτηκα. Αυτό εννοώ. Δεν ήμουν καν ερωτευμένος μαζί της.
Ζ:Μάλιστα. Αύριο φεύγω για Καναδά.
Α:Αλήθεια; Έχεις συγγενείς ή φίλους εκεί;
Ζ:Ναι. Από τότε που φύγαμε από την Ελλάδα μέχρι σήμερα, συνειδητοποίησα ότι δεν έχω κάνει κάτι ουσιαστικό για τον εαυτό μου.
Α:Κι εγώ έτσι ένιωθα. Μέχρι που γνώρισα τη Μαρία.
Μ:Μα έχεις κάνει. Καταρχάς είσαι ένας σπουδαίος φιλόλογος και εκπαιδευτικός.
Ο Αντώνης κοίταζε στα μάτια τη Μαρία και της έπιασε το χέρι και ενώ θα της έλεγε κάτι, τον διέκοψε η Ζωή.
Ζ:Γεια σου Μαρία. Εγώ είμαι η Ζωή.
Μ:Γεια σου Ζωή.
Ζ:Κοίτα να δεις όμως. Όταν ο πρώην άνδρας μου, έλεγε για έναν φίλο του φιλόλογο, που να φανταστώ ότι έλεγε για σένα!
Α:Και εγώ δεν το πίστευα. Είχα να σε δω 28 χρόνια και πραγματικά δεν άλλαξες καθόλου!
Ζ:Σ' ευχαριστώ πολύ. Ελπίζω να μη μου θύμωσες που κόψαμε απότομα κάθε επαφή;
Α:Όχι. Κάποιος λόγος θα υπήρχε.
Ζ:Ναι.
Η Ζωή του εξήγησε την άθλια οικονομική τους κατάσταση και μετά άρχισαν να μιλούν για στιγμές τους, όταν έκαναν παρέα. Η Μαρία αισθανόταν ανύπαρκτη, αν και ο Αντώνης της κρατούσε το χέρι και προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει άνετα.
Μ:Καλύτερα να πάω να κοιμηθώ. Καληνύχτα, Ζωή και καλό ταξίδι.
Ζ:Σ' ευχαριστώ πολύ.
Η Μαρία έφυγε και πήγε στο δωμάτιο.
Α:Ζωή, καλύτερα να φύγεις.
Ζ:Κατάλαβα.
Α:Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου και η Μαρία το γνώριζε από την αρχή. Λογικό δεν είναι να αισθάνεται κάπως;
Ζ:Ήσουν ερωτευμένος μαζί μου; Κι εγώ ήμουν. Και είμαι ακόμη.
Α:Ναι, ήμουν. Μέχρι που μπήκε η Μαρία στη ζωή μου και δε μπορώ να τη φανταστώ πλέον, χωρίς εκείνη. Καλό ταξίδι, Ζωή. Σου εύχομαι τα καλύτερα.
Αγκαλιάστηκαν και η Ζωή έφυγε. Ο Αντώνης πήγε στο δωμάτιο και η Μαρία κοιμόταν. Ο Αντώνης ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να της χαιδεύει τα μαλλιά και το πρόσωπο και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
Α:Μαρία; Μην κάνεις ότι κοιμάσαι, γιατί το ξέρω ότι δεν κοιμάσαι.Το πρωί της ίδιας μέρας, η Αλεξάνδρα επιτέλους άνοιξε τα γράμματα που είχε το κουτί. Τα διάβασε ένα ένα και δε μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Την αγαπούσε. Θα τα ρίσκαρε όλα για χάρη της και εκείνη, του φέρθηκε τόσο απαίσια, αδίκως. Θα την συγχωρούσε, άραγε; Δεν ήξερε καν, αν έπρεπε να του πει για το μωρό σε αυτή τη φάση, γιατί δεν ήθελε να είναι μαζί, μόνο και μόνο, επειδή είναι έγκυος. Ήθελε να βγει, να πάρει καθαρό αέρα, γιατί ένιωθε πως πνίγεται μέσα στο σπίτι. Περπατούσε και κάθε τρεις και λίγο έκλαιγε.
Κ:Αλεξάνδρα, τι συνέβη και κλαις;
Α:Κωνσταντίνε; Τίποτα, όλα καλά.
Κ:Είσαι σίγουρη;
Α:Ναι, φυσικά.
Κ:Αφού δεν είσαι και φαίνεται. Τόσο πολύ με μισείς, που ούτε αυτό δε μπορείς να μου πεις;
Α:Όχι, δε σε μισώ.
Κ:Τι άλλαξε, ξαφνικά;
Α:Κωνσταντίνε, είμαι έγκυος.
Κ:Το ξέρω.
Α:Η Ζωή σου το είπε, να φανταστώ! Και τι θα κάνουμε;
Κ:Θα είμαστε δύο υπέροχοι γονείς. Μπορεί να μην είμαστε μαζί ως ζευγάρι, αλλά θα είμαστε δύο υπέροχοι γονείς. Άλλωστε, κι εσύ αυτό δε θέλεις;
Α:Ναι, φυσικά. Όσα λάθη κι αν κάναμε στη μεταξύ μας σχέση, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάσουν το μωρό μας.
Κ:Κρίμα πάντως, που ποτέ σου δεν κατάλαβες, πόσο σ'αγαπάω.
Η Αλεξάνδρα τον φίλησε στο στόμα. Ο Κωνσταντίνος με το ζόρι την απομάκρυνε.
Κ:Αν μ'αγαπούσες, όσο σ' αγάπησα εγώ, δεν θα καταλήγαμε σ'αυτό το σημείο. Συγγνώμη τώρα, πρέπει να φύγω.
Α:Σ'ΑΓΑΠΑΩ!
Κ:Και γιατί να σε πιστέψω;
Α:Γιατί το εννοώ. Ξέρω τα λάθη μου, με πρώτο και κύριο, ότι δεν σε άφησα να μου μιλήσεις τότε. Φοβόμουν. Φοβόμουν ότι με κοροϊδεύεις.
Κ:Και τώρα, τι άλλαξε;
Α:Τώρα ξέρω όλη την αλήθεια.
Κ:Δε νομίζεις πως είναι αργά πια για εμάς; Γιατί και οι δύο κάναμε λάθη.
Α:Όχι. Ποτέ δεν είναι αργά.
Κ:Τότε, ας γνωριστούμε από την αρχή. Ούτως ή άλλως δε ξέρουμε τίποτα ουσιαστικό ο ένας για τον άλλον.
Α:Ναι.
Η Αλεξάνδρα τον έσφιξε στην αγκαλιά της και την έσφιξε και εκείνος.
Α:Ας μη χάνουμε χρόνο. Ας γνωριστούμε από τώρα. Θες;
Κ:Εμ, ναι.
Πήγαν στο σπίτι της Αλεξάνδρας και ήταν ώρες μαζί, όμως μόνο σαν φίλοι.
Ή τουλάχιστον αυτό είχαν συμφωνήσει για αρχή.
Γιατί αυτό που ένιωθαν, δε θα μπορούσε να μετατραπεί έτσι εύκολα, σε φιλία.
Και αυτό το γνώριζαν πολύ καλά και οι δύο.
CITEȘTI
Ένοχοι
AlteleΔεν είναι μία τυπική ιστορία καθηγητή-μαθήτριας. Όλα ξεκίνησαν χρόνια πριν. Σ'αυτή την ιστορία, κανείς δεν είναι αθώος... Κι ας προσπαθούν να αποδείξουν το αντίθετο. ΟΛΟΙ είναι Ένοχοι. Και ο καθένας κρύβει από ένα ή περισσότερα μυστικά. Αντώνης: 43...