Κεφάλαιο 40

777 41 4
                                    

Σ:Λίαμ;!
Λ:Σοφία;!
Σ & Λ:Μένεις εδώ;
Σ:Ναι.
Πήγαν να πατήσουν το ίδιο κουμπί, τα χέρια τους ακούμπησαν και απλώς κοιταζόντουσαν.
Σ:Εμ... Πώς και ήρθες στην Ελλάδα; Έχεις συγγενείς εδώ;
Λ:Όχι, φίλους μόνο. Ήρθα για διακοπές.
Σ:Αα ωραία.
Λ:Ελπίζω να πηγαίνω στον σωστό όροφο. Δε ξέρει ότι ήρθα. Είναι έκπληξη.
Σ:Είμαι σίγουρη, ότι θα χαρεί πολύ. Φτάσαμε. Θες να σε βοηθήσω σε κάτι;
Λ:Όχι, ευχαριστώ, θα το βρω. Καλή συνέχεια.
Σ:Ευχαριστώ, επίσης.
Η Σοφία ξεκλείδωσε την πόρτα και είδε την Αλεξάνδρα στην κουζίνα να μαγειρεύει.
Αλ:Δεν ήξερα, αν σου αρέσει το κοκκινιστό, αλλά το μαγείρεψα με πολλή αγάπη.
Σ:Μου αρέσει.
Αλ:Πρέπει να μου πεις, αν έχεις αλλεργία σε κάτι. Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα ψυχή μου. Σε στερήθηκα 19 χρόνια, θέλω να αναπληρώσουμε τα χαμένα χρόνια, όσο δύσκολο κι αν φαντάζει.
Σ:Ναι και εγώ.
Αγκαλιάστηκαν και εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
Αλ:Πάω να δω ποιος είναι.
Σ:Οκ. Κι εγώ πάω μέσα να αλλάξω.
Η Σοφία πήγε μέσα, ενώ η Αλεξάνδρα άνοιξε την πόρτα και άρχισε να φωνάζει.
Αλ:ΑΑΑΑ! Δεν το πιστεύω, ήρθες! Τι απίστευτη έκπληξη ήταν αυτή!
Λ:Ναι, ήθελα να σε δω και πάλι από κοντά. Να μάθω και τα νέα σας. Η κόρη σου είναι εδώ; Δε ξέρω καν το όνομα της. Τόσες μέρες και ξέχασες να μου το πεις.
Αλ:Ναι, είναι εδώ. Έλα πέρνα μέσα, θα μείνεις εδώ μαζί μας όσες μέρες θα είσαι στην Ελλάδα.
Λ:Δεν είναι ανάγκη, θα πάω σε ξενοδοχείο.
Αλ:Δεν ακούω κουβέντα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα.
Λ:Εντάξει, Άλεξ.
Αλ:Άντε μπες, πήγαινε και πλύνε τα χέρια σου να φάμε κοκκινιστό.
Ο Λίαμ πήγε μέσα στο μπάνιο και είδε τη Σοφία γυμνή.
Σ:Λίαμ;
Λ:Σοφία; Εσύ είσαι η κόρη της Άλεξ;
Σ:Ναι, εσύ τι της είσαι;
Λ:Σε παρακαλώ, βάλε κάτι πάνω σου.
Σ:Γιατί δεν μου απαντάς;
Λ:Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο; Πήγαινε να ντυθείς σε παρακαλώ.
Η Σοφία πήγε στο δωμάτιο της και έβαλε ένα αέρινο φορεματάκι. Ο Λίαμ θυμήθηκε τότε στο ασανσέρ, που έβγαλε τη μπλούζα της και φιλήθηκαν και τώρα την είδε γυμνή. Από τόσες κοπέλες αυτή έπρεπε να είναι η κόρη της Άλεξ;
Κάθισαν στο τραπέζι και έτρωγαν.
Λ:Μμμ... Πόσο μου 'λειψε το κοκκινιστό σου. Θυμάμαι που τρελαινόμασταν εγώ και η Βικ. Η Βικτώρια, τι κάνει; Μην της πεις ότι ήρθα, θέλω να κάνω έκπληξη και σε εκείνη.
Αλ:Καλά είναι. Θα ξετρελαθεί μόλις σε δει.
Λ:Θα δω και τη Δανάη. Έχω καιρό να τη δω. Μαζί μεγαλώσαμε τα πρώτα μας χρόνια στην Αμερική.
Σ:Μπορώ να έχω τη σαλάτα, Λίαμ;
Λ:Ναι, φυσικά, Σοφία.
Αλ:Ωχ, ξεχάστηκα και δε σας σύστησα. Ώπα, την είπες Σοφία; Γνωρίζεστε ήδη;
Λ:Θυμάσαι που σου είχα πει για μια κοπέλα στο ασανσέρ με κλειστοφοβία; Η Σοφία ήταν.
Αλ:Αλήθεια, έχεις κλειστοφοβία;
Σ:Ναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, τώρα. Θέλω κι εγώ να τους γνωρίσω μαμά. Δεν μου είπες καν για τον Λίαμ. Με εσάς τους 2 τρέχει τίποτα;
Αλ:Θυμάσαι που σου είπα για δύο κολλητούς που είχα στο Πανεπιστήμιο ένα αγόρι και ένα κορίτσι; Το αγόρι είναι ο Λίαμ και το κορίτσι η Βικτώρια. Δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτούς.
Η Αλεξάνδρα έπιασε το χέρι του Λίαμ και η Σοφία ενοχλήθηκε με αυτό και μόλις το κατάλαβε ο Λίαμ, πήρε το χέρι του από της Αλεξάνδρας.
Αλ:Ήμασταν αρραβωνιασμένοι με τον Λίαμ θα παντρευόμασταν.
Σ:Δηλαδή θα σε είχα πατριό;
Λ:Ναι.
Σ:Και γιατί χωρίσατε;
Αλ:Εκείνος με χώρισε.
Σ:Βρήκε άλλη;
Αλ:Θα έφευγα στην Ελλάδα και ήταν σίγουρος ότι δε ξεπέρασα τον πατέρα σου. Οπότε, προτίμησε να με χωρίσει, από το να νιώσω τύψεις για κάτι.
Σ:Και υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρείτε;
Λ:Δε νομίζω. Φτάνουν αυτές οι ερωτήσεις. Βάζω κι άλλο δεν σε πειράζει;
Αλ:Όχι.
Λ:Είναι υπέροχο, Άλεξ.
Την φίλησε στο μάγουλο. Η Σοφία σηκώθηκε από το τραπέζι.
Σ:Έφαγα. Πάω στο δωμάτιο μου.
Αλ:Εντάξει ψυχή μου. Το απόγευμα θα τους μαζέψω όλους εδώ να τους γνωρίσει ο Λίαμ. Μήπως θα βγεις έξω;
Σ:Όχι.
Αλ:Λοιπόν, εγώ θα πεταχτώ να ψωνίσω κάτι πράγματα για το απόγευμα και επιστρέφω.
Σ:Εντάξει, μαμά.
Η Σοφία πήγε μέσα στο δωμάτιο. Η Αλεξάνδρα με τον Λίαμ ήταν στο σαλόνι.
Λ:Συμφώνησε με την κληρονομιά;
Αλ:Ναι.
Λ:Η Σοφία γνωρίζει για την περιουσία του παππού της;
Αλ:Δεν της έχω πει τίποτα ακόμη. Ούτε ο Αντώνης έχει πει κάτι στον Δημήτρη.
Λ:Καλά κάνατε προς το παρόν.
Αλ:Άντε, φεύγω, θα γυρίσω σε μισή-μία ωρίτσα.
Η Αλεξάνδρα έφυγε. Ο Λίαμ ήταν στο λάπτοπ και διάβαζε ένα άρθρο. Η Σοφία πήγε στο σαλόνι και ξερόβηξε, ώστε να την προσέξει.
Λ:Τι έπαθες, Σοφία; Πιες νερό.
Σ:Καλά είμαι. Σας άκουσα.
Λ:Δηλαδή;
Σ:Για την κληρονομιά. Γιατί δεν μας το είπαν;
Λ:Γιατί, τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόμη.
Σ:Της είχες μιλήσει για μένα τότε στο ασανσέρ; Τι ακριβώς της είπες;
Λ:Πάντως, όχι για τη μπλούζα και για το φιλί και δε χρειάζεται να το μάθει.
Σ:Σου άρεσε;
Λ:Ποιο;
Σ:Το φιλί.
Ο Λίαμ δεν απάντησε και ήταν σοβαρός.
Σ:Καλά, κατάλαβα. Πάω μέσα.
Λ:Οκ.
Η Σοφία επέστρεψε πάλι στο δωμάτιο της και κανόνισε το βράδυ να βγει έξω.
Το απόγευμα μαζεύτηκαν στο σπίτι, η Αλεξάνδρα, η Σοφία, ο Λίαμ, η Βικτώρια, η Δανάη και ο Ιάσωνας.
Σε κάποια φάση, η Δανάη ζήτησε από τον Λίαμ να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
Λ:Συνέβη κάτι;
Δ:Νομίζω πως είμαστε αδέρφια.
Λ:Σοβαρά; Μα πώς;
Του εξήγησε για το τεστ dna, αλλά και για το φιλί της μητέρας της και του πατέρα του και εκείνος της είπε ότι θα κάνουν τεστ dna για να σιγουρευτούν, αν πράγματι είναι αδέρφια ή όχι. Επέστρεψαν στην υπόλοιπη παρέα και η Σοφία τον κοιτούσε και εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχιζε να μιλάει με τους υπόλοιπους.
Σ:Λοιπόν, χάρηκα που σας γνώρισα, πάω να ετοιμαστώ, γιατί έχω έξοδο το βράδυ.
Αλ:Με τα κορίτσια;
Σ:Ναι και με τον Πάνο.
Β:Ποιος είναι αυτός ο Πάνος, καλέ;
Αλ:Ένας της Νομικής.
Β:Όμορφος;
Σ:Περίμενε να σου δείξω φωτογραφία.
Β:Καλέ, αυτός είναι κούκλος! Εγκρίνω.
Λ:Να προσέχεις με ποιους κάνεις παρέα. Συνήθως, κανένας δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Σ:Μάλιστα. Πάω μέσα. Γεια σας.

Η Αλεξάνδρα ήταν στο δωμάτιο που θα κοιμόταν ο Λίαμ και του το ετοίμαζε και η Σοφία θα έβγαινε έξω σε λίγο. Φορούσε ρούχα που σου ήταν αδύνατο να μην την προσέξεις και εμφανίστηκε έτσι μπροστά στον Λίαμ.
Λ:Έτσι θα βγεις έξω; Πήγαινε να βάλεις κάτι πιο σεμνό.
Σ:Να βγω με κελεμπία;
Λ:Ωχου, κάνε ό,τι θέλεις! Να προσέχεις. Αν συμβεί κάτι, πάρε με τηλέφωνο. Θα είμαι ξύπνιος.
Σ:Εντάξει, γεια.

Η Αλεξάνδρα ήταν πολύ κουρασμένη και έπεσε για ύπνο. Ο Λίαμ όμως έμεινε ξύπνιος και είχε δίπλα του το κινητό, σε περίπτωση που τον πάρει τηλέφωνο η Σοφία. Οι ώρες περνούσαν και δεν τον έπαιρνε τηλέφωνο. Άρχισε να ανησυχεί. Δεν ήξερε αν έπρεπε να την πάρει εκείνος ή όχι. Τελικά, κατά τις 4 άκουσε κάτι φωνές από τον διάδρομο και σηκώθηκε να δει από το ματάκι της πόρτας.

ΈνοχοιWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu