121.Κυριακος

1.1K 190 27
                                    

23....
23....

Που στο καλό είναι το δωμάτιο 23;

Παω να μπω σε έναν διάδρομο με πολλές πόρτες αλλά βλέπω τον μπαμπά μου με την μαμά του Σωτήρη να προχωράνε προς την μεριά μου.

«Γιε μου;Τι κανείς εσυ εδώ;»ρωτάει ο μπαμπάς μου αλλά βλέπω πίσω τους να έρχεται η Ξενια.Με βλέπει και σταματάει λίγο ακίνητη και μετά συνεχίσει.

«Πως είναι ο Σωτήρης;»ρωτάω.
«Τίποτα δεν έχει.Εσυ γιατί είσαι εδώ;»λέει ο μπαμπάς μου και τον προσπερνάω και παω στην Ξενια.

«Πως είναι;»ρωτάω αυτήν.
«Καλά.Μια διάσειση επαθε αλλά καλά»λέει η Ξενια.

Δεν χαμογελάει.Ειναι φυσικό.Ο κολλητός της είναι.Ανησυχησε.Αν μου το έλεγε από την αρχή δεν θα θύμωνα και δεν θα φώναζα στο τηλεφωνο.

Αλλά την είχα πάρει 100 φορές και δεν το σήκωνε.
Τι να έκανα;

Ξέρω ότι πολλά έχουν αλλάξει.Το βλέπω.

Με προσπερνάει και πάει να φύγει.
«Που πας;»
«Στην καφετέρια στο πρώτο όροφο»λέει.
«Παω να δω τον Σωτήρη και έρχομαι.Μην φύγεις»λέω και κουνάει το κεφάλι της.

Ούτε ένα χαμόγελο μου ερειξε.Μια αγκαλιά.Κατι.

***

«Να σε αφησω να ξεκουραστείς τότε...»λέω και σηκώνομαι από την καρέκλα που κάθομαι το τελευταίο τέταρτο.

«Δεν χρειαζόταν να έρθεις μέχρι να εδώ για να με δεις.Θα μπορούσες να πάρεις με βιντεοκληση αν σου έλειψα τόσο»λέει.

Τουλάχιστον δεν έχασε το χιούμορ του.

«Τέτοιο πρόσωπο δεν φτάνει η βιντεοκληση»τον κοροϊδεύω.Γελαει.

«Θα περάσω από το σπιτι σου πριν φύγω»
«Εντάξει»
«Παω γιατί με περιμένει η Ξενια.Περαστικα και πάλι»λέω και παω προς την καφετέρια του νοσοκομείου.

Την βλέπω κάθεται σε ένα τραπέζι μόνη της.Ειχε ένα καφέ μπροστά της και απλά τον κοίταζε.Σκεπτικη φενεται.
Την πλησιάζω και κάθομαι απέναντι της.Σηκωνει τα μάτια της να με δει και μετά κοιτάει πάλι αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα κούπα καφέ.

«Ήρθες»λέει.
«Ήρθα ναι.»λέω.

Θύμωσαν λίγο μαζί μου αλλά θα τους περάσει.Αν δεν με διώξουν δηλαδή.

«Δεν χάρηκες και ίδιαιτερα όμως.»λέω.

Δεν περίμενα να πετάξει και από την χαρά της αφού είμαστε σε νοσοκομείο και έγινε ότι έγινε αλλά αυτή ήταν τελείως ψυχρή.Κρυα.Ετσι έχει γίνει η σχέση μας;Τόσο κρύα;Έχουμε απομακρυνθεί.Δεν είναι το ίδιο.Το βλέπω.

Πειστευα ότι σε μια δύσκολη σαν αυτήν στιγμή θα με είχε ανάγκη πιο πολύ.Δεν το κανεί όμως.Δεν ήθελε καν να με ενημερώσει.

Η Ξενια που ερωτεύτηκα θα με επερνε όμως μονή της.Οτι γινόταν καλό η κακό,σημαντικό ή ασήμαντο θα με επερνε πρώτο.

«Έχω το νου μου στον Σωτήρη»λέει.

Δεν το λέει σαν δικαιολογία.Το ξέρω ότι το κάνει.

«Θα φύγεις σήμερα;»ρωτάει.
«Ακόμα δεν ήρθα και με διώχνεις;»την ρωτάω εγώ.

Δεν απαντάει.Πινει από τον καφέ της και κρατάει την κούπα με τα δάχτυλα της μάλλον για να ζεσταθεί.

«Θα φύγω αύριο.Θα πρέπει να βρω κάπου να μείνω σήμερα και θα φύγω αύριο.»λέω.

Δεν μίλησε πάλι.Δεν απάντησε.Περιμενα να μου πει να μείνω σπιτι της.Να μου προτείνε τον καναπέ στο σαλόνι της.
Αλλά δεν το έκανε.

Θα βρω ξενοδοχείο όμως.Αν δεν με θέλει δεν θα παω.Ουτε θα προτείνω εγώ το σπιτι της.

«Δεν ήθελα να σου φωνάξω στο τηλεφωνο.Αλλα δεν ήξερα τι έγινε και τρόμαξα.Και ξέρεις νευριάζω όταν μου το κλείνεις στα μούτρα»
«Δεν περίμενα να έρθεις»λέει.Μαλλον δεν θέλει να συζητήσει για αυτό που έγινε στο τηλεφωνο.

«Ήθελα να δω αν ήταν καλά ο Σωτήρης.Αν ήσουν εσυ καλά»ήταν η απάντηση μου.

Σηκώνεται.
«Καλύτερα να παω σπιτι μου»λέει.
«Ξενια θέλω να μιλήσουμε».

Δεν μπορεί να φύγει έτσι.

«Θα μιλήσουμε.Αλλα όχι σήμερα.»λέει και πάει προς την έξοδο αλλά την πιάνω από το χέρι και την τραβάω προς την μεριά μου.

«Περιμενε λίγο...»λέω και παω να την φιλήσω αλλά γυρνάει το κεφάλι της από την άλλη.Μετα βγάζει το χέρι της από το δικό μου.Και με κοιτάει.Τελειως ανέκφραστη.

Και δεν μαρεσει να με κοιτάει έτσι.Επειδη δεν με κοίταζε έτσι ποτέ.

«Ας μιλήσουμε τώρα.Σε παρακαλώ.»λέω.
«Αυτή η μέρα ήταν δύσκολη.Ας μην γίνει πιο δύσκολη.»ψιθιριζει και απλά απόμακρυνεται από μένα.

Όπως έχουμε κάνει τις τελευταίες εβδομάδες ο ένας  από τον άλλον.

Μαζί σου (#5 Σαντα Ροζα)Место, где живут истории. Откройте их для себя