Το μικρό μας ποτέ

71 5 0
                                    

Τον περίμενα.
Δεν ήρθε.

Τον είδα μια γκρίζα Τετάρτη
μ' ένα πράσινο μακό.
Είχε την τσάντα του σχολείου
ριγμένη άτσαλα στην πλάτη.
Κάπου σκάλωσε ο σφυγμός μου
στο μισάνοιχτό της φερμουάρ.
Το σκηνικό αρρωστημένο
σαν τις ταινίες του Αλμοδοβάρ.
Ήταν μια στιγμή
που την τράβηξαν βίαια
απ' τα μαλλιά οι μέρες.

Δεν είχε άρωμα λεβάντα
ούτε φίνα ζυγωματικά.
Είχε απλά
δυο κέρινα μάτια.
Ήτανε κάποιος παλιός
από ζωές χαμένες.
Οι βλεφαρίδες του καμένες
από τη φωτιά '
τη φωτιά που έκαιγε
εκείνα τα μάτια από κερί.

Το στόμα του, βούρκος.
Η ψυχή του χωματερή.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να κυλιέται στα σκουπίδια...
Να ψάχνει τα παιχνίδια
που έπαιζε παιδί.
Κάτι που έχασε.
Τη διέξοδο
Την παρθενιά
Τη λύτρωσή του.

Μα εκείνος δε μιλούσε
γιατί ήξερε.
Ήξερε πως θα πνιγεί
όπως εγώ στραγγάλισα
τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μια ζωή περίμενα
να βρει και να μου δώσει
τα πολυκαιρισμένα μου παιχνίδια,
καιρό μολυσμένα
από την ανεξίτηλη ύπαρξή του.

Κι ήταν εκείνος.
Στο δρόμο, στις σκιές
Στη μουσική
Στα όνειρα
Στα μπαρ
μέσα στα φώτα και τη σκόνη
τους μπλε καπνούς της μοναξιάς...
Ήταν εκεί.
Ένα γλυκό, ακάλεστο φάντασμα ήταν
Πάντα από απόσταση
Και μ' έβλεπε.
Και μου γελούσε.

Πώς να το ήξερα πως ενώ γελούσε, πέθαινε.
Γινόταν καπνός και ανέβαινε...
Και έσβηνε.

Τον περίμενα. Ποτέ δεν ήρθε.
Κι έμειναν τα κομμάτια μου μαζί του.

Κι εκείνος,
τις νύχτες που τα παίρνει αγκαλιά,
δακρύζει.



~2016

ΠοιήματαWhere stories live. Discover now