Το μέρος είναι τόσο απίθανο και χλιδάτο που δεν μπορώ παρά να μείνω με το στόμα ανοιχτό. Εσωτερικά είναι πραγματικά σαν ένα κάστρο, μια έπαυλη, όπως και εξωτερικά προφανώς.
[...]
«Θα έρθεις μαζί μας;» ρωτάει η αδελφή μου καθώς εγώ βγάζω τα ρούχα μου από την βαλίτσα μου.
«Που να έρθω;» την κοιτάω παραξενεμένη.
«Θα πάμε με την μαμά να αγοράσουμε staff με τους One Direction πάνω. Ξέρεις, μπλούζες, μπρελόκ!»
«Κουκλάκια!» συμπληρώνω ειρωνικά και μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα. Ηρεμώ λιγάκι. «Δεν θα έρθω. Λέω να κοιμηθώ λίγο, είναι πολλά όλα αυτά για εμένα», κουνάω το κεφάλι μου αδιάφορα.
Αντιγράφει την κίνησή μου και η μαμά μου με πλησιάζει. Μου δίνει ένα από τα τυπικά φιλιά στο μάγουλο και, και οι δύο βγαίνουν αγκαζέ από το δωμάτιο. Αφού τοποθετώ όλα μου τα ρούχα στη ντουλάπα – τα οποία σημειωτέον είναι πάρα πολλά – αφήνω το σώμα μου να πέσει στο απαλό κρεβάτι. Αυτό είναι σκέτο πούπουλο!
Και εκεί που πάω να κλείσω τα μάτια μου και να αφεθώ σε έναν γλυκό ύπνο, ένα κινητό αρχίζει να χτυπάει σαν υστερικό – την αγαπώ αυτή τη λέξη – σε έναν γνωστό μου ρυθμό. Μόλις συνηδιτοποιώ πως ο ενοχλητικός ήχος προέρχεται από το κινητό τηλέφωνο της Bridgit που ξέχασε στο ξενοδοχείο είμαι έτοιμη να το πετάξω στον τοίχο.
Ή μπορώ να στείλω μήνυμα στο αγόρι που της αρέσει και να του τα πω όλα.
Οι στιγμιαίες σκέψεις εκδίκησης εξαφανίζονται από το μυαλό μου και το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θέλω να σηκώσω αυτό το αναθεματισμένο κινητό για να το κάνω να σταμάτησει.
«Ποιος;» ρωτάω χωρίς καν να έχω προσέξει ποιος ήταν. Ίσως ακούστηκα αγενής αλλά φίλε, είναι τρεις η ώρα, χρειαζόμαστε και λίγο ύπνο, και σας είναι μεσημέρι!
«Καλησπέρα σας. Είμαι από μία δημοσκοπική εταιρεία. Το θέμα που ρωτάμε τους εφήβους μας αυτή την εβδομάδα είναι τα ρούχα», λέει με τσιριχτή φωνή η κοπέλα στο τηλέφωνο.
Για μία στιγμή μου περνά από το μυαλό να το κλείσω όμως μετά σκέφτομαι – γιατί να μην σπάσουμε λίγη πλάκα; «Ω, ναι ναι, πείτε μου», κάνω πολύ ψηλή την φωνή μου, σχεδόν αριστοκρατική.
«Το ερώτημα είναι: Μαύρο τζιν ή φούστα;»
Το σκέφτομαι λίγο και γελάω όπως θα γελούσε μια καθώς πρέπει κυρία του 17ου αιώνα. «Ω, μα φυσικά τρομπέτα!» τονίζω χαρακτηριστικά το «μ» ξεχωρίζοντάς το από την υπόλοιπη λέξη. «Τώρα πρέπει να πάρω ένα τσάι με τον Λόρδο Μαϊμού οπότε με συγχωρείτε αλλά πρέπει να σας αφήσω», κρατάω την αριστοκρατική προφορά μέχρι και το τελευταίο γράμμα και την γειώνω.
VOCÊ ESTÁ LENDO
His Best Hater ↬ h.s.
Fanfic[Αυτό το πράγμα χρειάζεται ολοκληρωτική διόρθωση, προειδοποιώ] Φαντάσου αυτό: ξυπνάς ένα πρωί Κυριακής με απέραντη διάθεση και προετοιμασμένη για μια εύκολη μέρα όμως δεν έχεις ιδέα για το τί σε περιμένει στη κουζίνα. Τέσσερα εισιτήρια για ένα μηνια...