Louis' Pov
Το πρωί της δεύτερης μέρας ξύπνησα πιο νωρίς από την Christine κι αποφάσισα να βγω μία βόλτα και να την αφήσω να κοιμηθεί λίγη ώρα ακόμη. Ξεκίνησα τη βόλτα μου σύμφωνα με τις οδηγίες της κόρης της ιδιοκτήτριας. Σαν ντόπια γνώριζε φυσικά καλύτερα το νησί και οι συμβουλές της θα βοηθούσαν εμένα και την Christine να το γνωρίσουμε πραγματικά. Ο τουρισμός εξάλλου δεν μου ταιριάζει ιδιαίτερα. Όταν πηγαίνω σε ένα μέρος θέλω να το γνωρίσω όπως ένας κάτοικος, θέλω να το ζήσω, να το μάθω τόσο καλά, ώστε να μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου μετά από χρόνια όποια ανάμνηση θελήσω.
Ξεκίνησα, λοιπόν, τη μικρή μου βόλτα με έναν περίπατο στα κοντινά σοκάκια του αρχοντικού στο οποίο μέναμε. Ο δρόμος με έβγαλε σε ένα μικρό καφέ, καφενείο μάλλον, αφού η πλειονότητα των πελατών άνηκε στους ηλικιωμένους. Παρά την απουσία άλλων νέων παιδιών αποφάσισα να καθήσω για έναν γρήγορα καφέ, αφού η κοπέλα του ξενοδοχείου μου είπε πως εδώ γίνεται ο καλύτερος ελληνικός καφές στο νησί, από μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας, η οποία - αν θυμάμαι καλά- είναι η πιο παλιά κάτοικος της περιοχής αυτής. Δεν δοκίμασα, όμως, τον ελληνικό καφέ, γιατί ήξερα πως η Christine θα με σκότωνε. Οπότε ήπια έναν χυμό χαζεύοντας τους γέρους άνδρες γύρω μου να πίνουν ανέμελοι τον καφέ τους, να παίζουν ένα ξύλινο παιχνίδι με πούλια και να φωνάζουν ο ένας στον άλλον για πράγματα που δεν μπορούσα φυσικά να καταλάβω.
Όταν γύρισα στο δωμάτιο, η Christine εξακολουθούσε να κοιμάται, γυμνή με το σεντόνι να καλύπτει μόνο τους γλουτούς της, σημάδι πως σίγουρα είχε ξυπνήσει κάποια στιγμή, γιατί όταν την άφησα το σεντόνι ήταν ένα κουβάρι στη μεριά μου. Ξαπλώνοντας δίπλα της η Christine μισάνοιξε τα μάτια της μόνο για να βεβαιωθεί πως ήμουν κοντά της.
"Where were you?" ρωτάει αγουροξυπνημένα - ακόμη με κλειστά μάτια
"I went for a walk. I didn't want to wake you"
"Mmm.. where's the breakfast?" ρωτάει ενώ τεντώνει το σώμα της
Η πλάτη της σχηματίζει ένα τόξο. Το στήθος της μπροστά να κοιτάει το ταβάνι με τις ρώγες ήδη ερεθισμένες και τα κόκαλα των πλευρών της ελαφρώς να προεξέχουν. Ασυναίσθητα τράβηξα το σεντόνι θέλοντας να τη δω γυμνή. Το φως που μπαίνει από το παράθυρο πίσω της δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να ξεχυθούν ελεύθερα οι βρώμικες σκέψεις στο πλέον ευχάριστα ανήσυχο μυαλό μου. Το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι τα χείλη μου πάνω στο σώμα της.
"What are you lookin' at, Tomlinson?" με ρωτάει προσφέροντας μου ένα από τα πιο πονηρά χαμόγελά της "Are you thinking about..." ο δείκτης του δεξιού χεριού της ακουμπάει το πηγούνι μου, το στηρίζει, ενώ ταυτόχρονα φέρνει το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου "fucking me?"
"What are you thinking about?"
"I'm thinking about.. breakfast" απαντάει πίσω ανέμελα και η εικόνα στο μυαλό μου να μπαίνω μέσα της εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα
Το χαμόγελό της μεγαλώνει, καθώς βλέπει την απογοήτευση στο βλέμμα μου κάτι που δεν την πτοεί καθόλου, αφού σηκώνεται από το κρεβάτι με αρπάζοντας το σεντόνι για να το τυλίξει γύρω από το γυμνό της κορμί.
"Seriously?" ρωτάω με έναν τόνο γκρίνιας στη φωνή μου
"I swear some times I have to stop and remind myself that you are a 17 year old and not some 5 year old I'm hanging out with" λέει γελώντας την ώρα που βάζει τα εσώρουχά της
"First of all, we are not hanging out. You are mine"
"I'm nobody's. I belong to myself"
"Cut the feminist talk. You are mine. My girl" της λέω τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον κορμό της "Do you have any objection on this?"
"The only thing saving your ass right now are your good looks and my dreamy breakfast which I believe is waiting for me downstairs"
Τα χείλη της ακουμπάνε τα δικά μου, αλλά τα αφήνουν πάρα πολύ γρήγορα ΄ τόσο που έχω την αίσθηση ότι αυτό το φιλί δεν έγινε ποτέ.
"Come on, Tomlinson. You'll get plenty of kisses. Right now your girl is hungry and you have to keep your girl happy or there will be a storm"
Η Christine χαμογελάει γλυκά ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου και μου κλείνει το μάτι πριν φύγει για τον κάτω όροφο. Στο δωμάτιο μένω μόνο εγώ να κοιτάω το σημείο στο οποίο στεκόταν πριν ένα λεπτό.
"Oh God, what have I gotten myself into?" ψιθυρίζω στον εαυτό μου γεμάτος χαρά, γιατί αυτή η κοπέλα είναι η ευτυχία μου.
"I heard that!" φωνάζει η Christine από τον διάδρομο και εγώ γελάω κλείνοντας την πόρτα.
Christine's Pov
Ώρες μετά από ατελείωτο περπάτημα, ξάπλωμα στην άμμο, ηλιοθεραπεία και μπάνιο στη θάλασσα, καταλήξαμε σε μία παραθαλάσσια ταβέρνα. Tα πρόσωπά μας ηλιοκαμμένα και στολισμένα με ένα χαμόγελο ήταν μία απόδειξη της ευτυχίας μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο όμορφος ήταν σε αυτή τη στιγμή. Τα μαλλιά του στεγνωμένα, αλλά ακόμα με το νερό της θάλασσας. Τα μάγουλα και η μύτη του ελαφρώς κόκκινα από τον ήλιο. Το βλέμμα του καρφωμένο κάπου στον ορίζοντα, αλλά γεμάτο ηρεμία.Την στιγμή της απόλυτης γαλήνης και ευτυχίας, την χαλάει η σκέψη της μετακόμισης. Πώς θα μπορέσω να αποχωριστώ αυτό το θέαμα; Πώς θα μπορέσω να τον αφήσω πίσω; Πώς μπορώ να πω σε αυτόν τον άνθρωπο που κάθεται απέναντι μου, στον άνθρωπο που σχεδίασε όλο αυτό το ταξίδι μόνο για εμάς, στον άνθρωπο που με εμπιστεύτηκε ότι θα μείνω δίπλα του, ότι εγώ θα χαλάσω την ευτυχία του - μας; Πώς θα μπορέσω να αφήσω τον άνθρωπο που με έκανε να νιώσω ξανά ζωντανή; Τι θα γίνει άραγε; Θα γυρίσω ξανά στον θάνατο; Στο κενό; Στον φόβο και το απόλυτο σκοτάδι;
"What's wrong, love?"
Το τρένο σκέψεων μου το σταματάει η γλυκιά και ήρεμη φωνή του. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να την ακούω για πάντα αυτή τη φωνή.
"Nothing's wrong" απαντάω προσπαθώντας να του προσφέρω το πιο πειστικό μου χαμόγελο
"I know when you hide something"
Τα μάτια του κοιτάζουν τα δικά μου κι εγώ θέλω απλώς να μείνω σε αυτή τη στιγμή. Δεν θέλω να απαντήσω. Δεν θέλω να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση. Θέλω να μείνουμε σε αυτό το νησί για πάντα. Θέλω να μείνω εδώ μαζί του και να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσω ποτέ την πραγματικότητα που με περιμένει σπίτι. Όμως ξέρω πως δεν θέλω, επίσης, να του πω άλλα ψέματα. Θα έπρεπε να του το είχα πει..
"I... I have to tell you something but I don't want to ruin our vacations. I promise I'll tell you when we get back"
Εγωιστικά φερόμενη καταπίνω το μικρό μου μυστικό μαζί με μία γουλιά ενός ελληνικού ποτού, του τσίπουρου. Ο Louis προβληματίζεται, αλλά ευτυχώς δεν με ρωτάει κάτι παραπάνω. Αντίθετα απλώνει το χέρι του στο τραπέζι κι εγώ το καλύπτω με το δικό μου.
"We still have plenty of time here, don't worry about anything, love"
Μακάρι αυτό που είπε ο Louis να μπορούσε να κρατήσει λίγο ακόμη. Οι μέρες πέρασαν πάρα πολύ γρήγορα και πριν το καταλάβουμε και οι δύο, η θάλασσα του Αιγαίου μετατράπηκε στη λίμνη του Doncaster, το διπλό μας κρεβάτι χωρίστηκε σε μονά ξεχωριστά δωμάτια, ο ήλιος έδωσε τη θέση του στα γκρίζα σύννεφα, το κρύο και τη βροχή, ενώ την ηρεμία και τη γαλήνη την υποδέχτηκαν οι φωνές της Zoe και των γονιών του Louis.
"Are you crazy? This is unbelievable, Christine! You went to another country all alone!"
"I was not alone. I was with Louis all the time"
"You're barely 17, Christine! What the hell? Just so you know, you are forever grounded!"
Ενώ στο σπίτι του Louis οι φωνές ήταν περισσότερες λόγω των διδύμων.
"My son! Did you even think before you do this? The son of the headmaster bailed the school trip! You wanted me to trust you and then you go and do something like this? Your poor mother barely held it together all these days! You are forever grounded, young man!"
"You're just pissed because I'm not the best example of your school"
"Louis, go to your room now."
"By the way dad, thanks for asking. I had a fucking fantastic time"
Χωρίς να θέλει κανείς από τους δυο μας,γυρίσαμε στην πραγματικότητα. Ο Louis στην καθημερινή του ρουτίνα, σχολείο - ποδόσφαιρο - babysitting και ιδιαίτερα μαθηματικών με ένα αντίστοιχα καλό μαθητή με εμένα. Εγώ από την άλλη, σχολείο, διάβασμα, skype με την Iris, και με τη Rachel, η οποία τηλεφώνησε την πρώτη κιόλας μέρας της επιστροφής μου για να μου πει όλα όσα έγιναν στην εκδρομή και έχασα και να μάθει και για τις δικές μου διακοπές.
"Did you tell him?"
"No.."
"Did he tell you anything?"
"No.. what should he tell me?"
"Nothing! So, tell me! How was the sex?"
VOUS LISEZ
They don't know about us (L.T.)
FanfictionChristine used to have it all. A great warming family, friends and a loving boyfriend. Everything changed when life decided to take away her parents. She moved to Doncaster and although she didn't want to build a life there, she found herself fallin...