Πρόλογος
Christine's Pov
Όταν ήμουνα μικρή και χτυπούσα , έτρεχα κλαίγοντας στην αγκαλιά της μητέρας μου. Την κρατούσα σφιχτά , όσο εκείνη προσπαθούσε με το ελεύθερό της χέρι να καθαρίσει την πληγή. Όταν τελείωνε, με έπαιρνε αγκαλιά και με μετέφερε σε ένα μέρος ,όπου ήμασταν οι δυο μας. Εκεί με άφηνε στο έδαφος και εκείνη έσκυβε για να είναι στο ύψος μου. Έμπλεκε τα χέρια της μέσα στο δικά μου και με κοιτούσε χαμογελώντας. Εγώ , σα μικρό κοριτσάκι, δε καταλάβαινα το λόγο που χαμογελούσε. Τη ρωτούσα και εκείνη απαντούσε πως ακόμα και το κλάμα ήταν κάτι όμορφο πάνω μου. Έπειτα σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλά μου και με έφερνε πιο κοντά της. Θυμάμαι τα καθαρά γαλάζια μάτια της να με κοιτάνε και να μου λένε «Θα υπάρξουν φορές στη ζωή σου που ο πόνος θα είναι μεγάλος,αλλά θα πρέπει να αντιστέκεσαι στην αλλαγή που θέλει να σου φέρει». Μετά μου τσιμπούσε το μάγουλο και με έστελνε πίσω να παίξω. Η φωνή της έρχεται εύκολα στο νου να μου λέει αυτή τη φράση. Νόμιζα πως ποτέ δε θα έρθει η μέρα που αυτή η φράση θα έχει νόημα. Πάντα φανταζόμουν πως ήταν μία φιλοσοφία της μαμάς. Όμως όλα άλλαξαν στις 5 Μαΐου 2013 και αυτό το ρητό βασανίζει τις σκέψεις μου από τότε.
Κυριακή 5 Μαΐου 2013. Εγώ και οι γονείς μου γυρίζαμε από το νοσκομείο όπου είχαμε πάει να επισκεπτούμε τον παππού, πατέρα του μπαμπά μου. Ο αδερφός μου, ο Charles, είχε μείνει στο σπίτι μαζί με την αδερφή της μαμάς μου,επειδή η μητέρα μου τον θεωρούσε πολύ μικρό για να δει τον παππού στην κατάσταση που ήταν. Στο δρόμο δεν υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση. Τη συνηθισμένη που έχει κάθε βράδυ. Στο αμάξι επικρατούσε σιωπή. Η μαμά μου κοιτούσε το παράθυρο και το χέρι της ξεκουραζόταν κοντά στο σώμα του μπαμπά μου. Ο πατέρας μου οδηγούσε αμίλητος και κοιτούσε το δρόμο μπροστά του. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του. Στο πρόσωπό του ήταν γραμμένη η θλίψη και η ανησυχία. Ο παππούς βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Οι πνεύμονές του δεν δούλευαν σωστά και το πρόβλημα με τη καρδιά του δε βοηθούσε επίσης. Κοίταζα τον μπαμπά μου και προσπαθούσα να σκεφτώ τρόπους να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. Την στιγμή που βρήκα τη λύση, κάτι έλαψε έντονα προς το μέρος μας. Γέλασα ,γιατί ήταν σαν τα κινούμενα σχέδια,όπου εμφανίζεται ένας λαμπτήρας ,όταν βρίσκεται η λύση. Την επόμενη στιγμή όμως , όταν είδα το τρομοκρατημένο βλέμμα του πατέρα μου από τον καθρέφτη και όταν άκουσα την κραυγή του ονόματός μου από το στόμα της μαμάς μου, το γέλιο μου κόπηκε. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω ακριβώς τί γινόταν , ένα αμάξι συγκρούστηκε με το δικό μας. Μετά από εκείνο το λεπτό, όλα είναι θολά. Το μόνο που ανακαλώ καθαρά είναι να βρισκόμαι στο πίσω κάθισμα , το μπαμπά μου λίποθυμο πάνω στο τιμόνι και τη μαμά μου απλωμένη προς το μέρος μου σαν να προσπαθεί να με αγγίξει. Πριν κλείσει τα μάτια της μου είπε «Μη ξεχάσεις ποτέ ότι σ'αγαπάμε πολύ. Μία μέρα θα λάμψεις. Θα σε προσέχω πάντα». Έπειτα έκλεισε τα μάτια της,εγώ της φώναξα να ξυπνήσει ,αλλά μου ήταν δύσκολο να βγάλω πιο δυνατή φωνή. Λίγα λεπτά μετά λιποθύμησα. Το μόνο που θυμάμαι μετά από αυτό είναι να ξυπνάω στο νοσκομείο. Η θεία μου καθόταν σε μία πολυθρόνα και έκλαιγε, ενώ ο αδερφός μου κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Από εκείνη τη μέρα ο πόνος είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Ένα μηνά μετά τον θάνατο των γονιών μου,απεβίωσε και ο παππούς μου. Δεν άντεξε τον δικό του πόνο και τον πόνο του χαμού του παιδιού του. Νομίζω πως ο παππούς ένιωθε υπαίτιος. Ποτέ όμως δε θα μάθω.
Πέντε μήνες μετά βρίσκομαι σε μία πόλη,άγνωστη για εμένα. Το όνομα αυτής : Doncaster. Αφότου πέθαναν οι γονείς μου, η θεία μου έμεινε μαζί μας για τον επόμενο καιρό. Συνεννοήθηκε με τον διευθυντή της και έτσι μπορούσε να δουλεύει από το σπίτι. Έβγαζε λεφτά και συγχρόνως μας πρόσεχε. Μετά όμως από τρεις μήνες, η θεία μου έπρεπε να γυρίσει πίσω στη ζωή που άφησε για εμάς. Δυστυχώς το να μείνουμε μόνοι μας, κάτω από την εποπτία της μαμάς της κολλητής μου, δεν υπήρχε σαν επιλογή. Oπότε τέλη Αυγούστου αποχαιρέτησα την κολλητή μου, όλους μου τους φίλους,μάζεψα τα πράγματά μου, ένωσα όσα κομμάτια του εαυτού μου μπόρεσα και μετέφερα τη ζωή μου στο Doncaster.
Πάνε τώρα τρεις εβδομάδες που μένω εδώ. Το σπίτι δεν είναι μεγάλο,αλλά ούτε στενόχωρο. Είναι μία μικρή δυόροφη μονοκατοικία στην οδό 7 Harewood Rd. Κόκκινα τούβλα, μικρή αυλή μπροστά και μια μεγαλύτερη πίσω. Στο κάτω μέρος βρίσκεται η κουζίνα , το καθιστικό και ένα γραφείο. Στον πάνω όροφο βρίσκονται τρία υπνοδωμάτια και ένα μπάνιο. Το σπίτι είναι ακριβώς όπως το θυμάμαι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Το πρωί το περνάω ανοίγοντας κούτες και τακτοποιώντας μικροπράγματα. Το μεσημέρι διαβάζω το βιβλίο μου στο μικρό μπαλκονάκι που βρίσκεται έξω από το δωμάτιό μου. Το απόγευμα βοηθάω τον αδερφό μου να τακτοποιήσει τα δικά του πράγματα και το βράδυ το περνάω μιλώντας στο Skype με τη κολλητή μου. Αφού κλείνουμε το Skype, συνήθως ξαπλώνω στο κρεβάτι και κοιτάω το ταβάνι προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως αύριο είναι μια καινούρια μέρα και πως ο πόνος θα φύγει. Όμως κάθε πρωί που ξυπνάω ο πόνος βρίσκεται σε όλο μου το σώμα. Η απουσία τους είναι αισθητή. Η φωνή τους ηχεί στο μυαλό μου. Οι αναμνήσεις δε με αφήνουν να κοιμηθώ. Ούτε ο Charles που τρυπώνει καμιά φορά τα βράδια στο κρεβάτι μου ,γιατί λέει πως οι βροντές της βροχής τον τρομάζουν.
Η θεία μου, Zoe , προσπαθεί από τότε που ήρθαμε εδώ να με πλησιάσει. Αλλά εγώ έχω υψώσει τους τοίχους μου και δεν σκοπεύω να τους κατεβάσω για αρκετό καιρό. Πήρε μία απόφαση που αφορούσε τη ζωή μας χωρίς να μας ρωτήσει. Όποια λύση και να της πρότεινα,την απέρριπτε. Η μόνη πρόταση που δέχθηκε ήταν να φύγουμε τέλη Αυγούστου,ώστε να προλάβω να χαιρετήσω όπως ήθελα το σπίτι μου. Γιατί το Doncaster, δεν είναι το σπίτι μου και ποτέ δε θα γίνει. Και αναρωτιέμαι θα νιώσω ποτέ ξανά οικεία σε κάποιον τόπο; Χωρίς την οικογένειά μου,ποιο είναι το σπίτι μου;
Η Zoe τις πρώτες δύο εβδομάδες προσπάθησε αρκετά να επιδιορθώσει τη σχέση μας,αλλά ο καυγάς που είχε φροντίσει να προκαλέσει η ίδια, κατέστρεψε την επικοινωνία που κάποτε είχαμε. Την τρίτη εβδομάδα κατάλαβε πως δεν πρόκεται να υποκύψω στις προσπάθειές της, οπότε σταμάτησε και εκείνη να προσπαθεί περισσότερο από όσο πρωτύτερα. Τον αδερφό μου τον κέρδισε από την πρώτη κιόλας στιγμή,καθώς εκείνος είναι μικρός και πάντοτε την έβλεπε σαν δεύτερη μαμά του. Εγώ όμως δεν είμαι ο Charles και δεν έχω τη δύναμη ενός οχτάχρονου αγοριού που μπορεί και χαμογελάει παρά τις αναποδιές.
Όπως και να έχει αυτή είναι η ζωή μου πλέον. Είμαι η Christine Ηelen Ives, ετών 17 και ζω στο Doncaster, χωρίς φίλους και η μόνη μου οικογένεια : ο αδερφός μου.
VOUS LISEZ
They don't know about us (L.T.)
FanfictionChristine used to have it all. A great warming family, friends and a loving boyfriend. Everything changed when life decided to take away her parents. She moved to Doncaster and although she didn't want to build a life there, she found herself fallin...