ΑΡΙΑΔΝΗ
Βρισκόμουν καθισμένη στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Η μέρα ήταν απίστευτα καλή για να μοιάζει έστω και στο ελάχιστο με φθινοπωρινή. Δίπλα μου η Άννα είχε ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Η Εστέλλα έστελνε μηνύματα στον Λευτέρη και κάθε φορά που λάμβανε την απάντηση του χαμογελούσε. Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό και τα αγόρια ήταν εξαφανισμένα. Πράγμα που σήμαινε ότι για αυτή την ώρα τουλάχιστον είχαμε την ηρεμία μας. Για πρώτη φορά ένιωθα το κεφάλι μου άδειο από κάθε σκέψη. Είχα πάρει την απόφαση μου στο δίλλημα που με ταλάνιζε. Βρισκόμουν στην συμμορία του Ραφ για εκείνον ή η απάντηση ήταν κάποια άλλη;
«Πάω να πάρω καφέ από την καφετέρια. Θέλετε μήπως να σας φέρω κάτι;» ρώτησα αδιάφορα ξεκινώντας να κατευθύνομαι προς τα εκεί χωρίς να περιμένω την απάντηση τους. Εκείνες έγνεψαν πως όχι και άνοιξα τον βηματισμό μου.
Παρατηρούσα γύρω μου τα άδεια γήπεδα μπάσκετ καθώς το κουδούνι χτύπησε επιτρέποντας σε όσους είχαν μάθημα εκείνη την ώρα να ξεχυθούν στο προαύλιο και στην καφετέρια. Άνοιξα την πόρτα της και περίμενα στην ουρά υπομονετικά γνωρίζοντας ότι σε μερικά λεπτά ο κόσμος γύρω μου θα αυξανόταν κατακόρυφα και δεν είχα καμία απολύτως όρεξη για κοινωνικότητες εκείνη τη στιγμή. Έτσι χαμογέλασα γλυκά στην υπάλληλο αφήνοντας της ένα αρκετά υψηλό φιλοδώρημα και βγήκα σχεδόν τρέχοντας από την καφετέρια σε βαθμό που λίγο έλειψε να βρεθώ στο έδαφος πάνω στον άτυχο που έτυχε να βρεθεί στο δρόμο μου. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου προς το μέρος του διαπίστωσα ότι δεν τον είχα δει ξανά στο σχολείο με αποτέλεσμα να συνεχίσω να τον κοιτάζω σαν χαμένη.
«Συγγνώμη» ψέλλισε και χαμογέλασε κεφάτος. Στην πραγματικότητα το λάθος ήταν δικό μου αλλά δεν είπα κάτι περισσότερο για αυτό. Εξέτασα το ντύσιμο του και με βοήθεια την ξενική του προφορά αποφάνθηκα ότι δεν ήταν Έλληνας.
«Ραούλ» συστήθηκε εκείνος και έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου.
«Αριάδνη» ψέλλισα και ακούμπησα το κενό χέρι μου μέσα στο δικό του. Το χαμόγελο του πρέπει να ήταν μεταδοτικό αφού ευθείς αμέσως τα χείλη μου υψώθηκαν και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην καλή του διάθεση.
Αφού ξεκινήσαμε να μιλάμε και η συζήτηση μας μεταφέρθηκε στο γήπεδο όπου ήταν συγκεντρωμένη πλέον όλη η παρέα έμαθα για εκείνον ότι ήταν γιος του Ισπανού πρέσβη στην Ελλάδα. Ζούσε στην Μαδρίτη με την μητέρα του όμως πρόσφατα μετακόμισε στην Αθήνα για να ζήσει με τον πατέρα του και την δεύτερη γυναίκα του. Ο εξωστρεφής χαρακτήρας του σύντομα τον έκανε αποδεχτό από όλους και σύντομα αποδείχτηκε ότι κατείχε οτιδήποτε, με το οποίο είχε καταπιαστεί. Πράγμα αρκετά ενδιαφέρον. Μας εξομολογήθηκε ότι το πιο πρόσφατο πάθος του ήταν η ποίηση και φυσικά το αγαπημένο του χόμπι η μουσική. Έπαιζε κιθάρα εξαίρετα. Με λίγα λόγια όλα όσα περιέγραφε ήταν πολύ καλά για να είναι αληθινά. Όμως για κάποιον του δικού μας κύκλου δεν ήταν απίθανο...
YOU ARE READING
Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)
RomanceΗ Αριάδνη Μαντά ζει σε έναν κόσμο πλήρως προστατευμένο από την οικογένεια της. Έχει όλα όσα θα επιθυμούσε κάθε κορίτσι της ηλικίας της και όμως νιώθει ότι κάτι λείπει από την ζωή της. Σίγουρη ότι κανείς από την οικογένεια της δεν έχει μπλεχτεί ποτέ...