Κεφάλαιο 26ο

1.2K 137 11
                                    

ΡΑΦΑ

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ένιωσα τα πάντα γύρω μου να χορεύουν σε τρελούς ρυθμούς. Πέρασα το χέρι μου πάνω από το κεφάλι μου εμποδίζοντας το φως να φτάσει ως το πρόσωπο μου όμως είχα ήδη ξυπνήσει και ο πονοκέφαλος που έκανε πλέον αισθητή την παρουσία του με τρέλαινε. Κατέβασα το χέρι μου και προσπάθησα να ανασηκωθώ στο κρεβάτι μου καταφέρνοντας μονάχα να πέσω στο πάτωμα. Ο ήχος από μπουκάλια που κυλούσαν στο έδαφος πυροδότησε ένα καινούριο κύμα ενόχλησης στο κεφάλι μου κάνοντας με να βρίσω για τις λανθασμένες χθεσινοβραδινές επιλογές μου. Σύντομα όμως κάθε στιγμή της διαολεμένης χθεσινής μέρας ήρθε στο μυαλό μου. Η Αριάδνη. Είχε μάθει την αλήθεια. Είχε επιλέξει να πολεμήσει μόνη της τους δαίμονες της διώχνοντας με μακριά. Και αυτό είχε πονέσει. Δεν με εμπιστευόταν αλλά είχε καταλήξει να με μισεί. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Το πίστευα όμως πραγματικά αυτό; Φυσικά και όχι. Και σίγουρα δεν θα στεκόταν ικανό αυτό για να κρατηθώ μακριά της. Σηκώθηκα από το πάτωμα αφαιρώντας τα ρούχα που φορούσα από χθες και μπήκα σέρνοντας τα πόδια μου στο μπάνιο με την ελπίδα ένα δροσερό ντουζ να με ξυπνήσει ώστε να μην πάει εντελώς χαμένη η σημερινή μέρα.

Αρκετή ώρα αργότερα κατευθυνόμουν προς την τραπεζαρία του ξενοδοχείου όπου είχαμε εγκατασταθεί η Λουίζα και εγώ γνωρίζοντας ότι εκείνη θα μου τα έψελνε κανονικότατα.

«Θέλω να μιλήσουμε» ακούστηκε η φωνή του Φίλιππου Μαντά. Στράφηκα προς το μέρος του φοβούμενος ότι είχε μάθει την αλήθεια. Ελπίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα να βρίσκεται και η ξαδέρφη του μαζί του. Όχι, είχε έρθει ως εδώ μόνος του. Ένιωσα να απογοητεύομαι, λιγάκι.

«Τι θέλεις Μαντά;»

Το βλέμμα του σκλήρυνε καθώς έπεφτε πάνω μου. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι γινόταν εκείνος είχε σηκώσει το χέρι του ευελπιστώντας η μπουνιά του να με πετύχει στο πρόσωπο. Σχεδόν ακαριαία έσκυψα αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή.

«Τι έκανες στην ξαδέρφη μου;» απαίτησε εκείνος να μάθει. Αν και η διάθεση μου δεν με βοηθούσε ιδιαίτερα να φέρω εις πέρας αυτή τη συζήτηση τον κοίταξα ειρωνικά.

«Δεν σου είπε;» αυτό τον εξόργισε περισσότερο ωθώντας τον να προσπαθήσει ακόμη μια φορά να με χτυπήσει. Φυσικά ούτε αυτή τη φορά η επίθεση του δεν στάθηκε ικανή να με χτυπήσει.

«Μίλα» με απείλησε.

«Γιατί διαφορετικά τι θα μου κάνεις;» τον ρώτησα τη στιγμή που ένιωσα να γεύομαι αίμα έπειτα από το χτύπημα του στο χείλος μου.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Where stories live. Discover now