ΑΡΙΑΔΝΗ
«Θα χάσουμε την πτήση» φώναξα στον ξάδερφο μου καθώς έσκυβε να ψιθυρίσει κάτι στο αυτί της Λουίζας έξω από το αμάξι που περίμενε βαριεστημένα ο Ραφ. Τον κοίταξα ζηλεύοντας τον τρόπο που μπορούσε ο Φίλλιπος να εκφράζει τα συναισθήματα του και ένα βάρος εμφανίστηκε στη θέση που βρισκόταν η καρδιά μου.
«Αντίο» έγνεψε ο Ραφ κοιτάζοντας με λυπημένα.
«Σε αγαπώ» σχημάτισαν τα χείλη μου δίχως ο ήχος να φτάσει ποτέ στα αυτιά του, καταδικασμένοι να επικοινωνούμε στα κρυφά όταν κανείς δεν μας κοιτούσε...
«Έτοιμος» σχολίασε ο ξάδερφος μου ακολουθώντας το βλέμμα μου προς το αμάξι. Η Λουίζα άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και πέρασε στο εσωτερικό του. Την ίδια στιγμή έστρεψα την πλάτη μου προς εκείνους και μπήκα στο αεροδρόμιο. Κοίταξα την μεγάλη οθόνη που ήταν στερεωμένη πάνω από το κεφάλι μου και προχώρησα προς τον έλεγχο. Αφού περάσαμε γρήγορα και από εκείνο το σημείο βρεθήκαμε στην πύλη.
«Το ξέρεις ότι δεν είσαι αναγκασμένος να με ακολουθήσεις» ψέλλισα κοιτάζοντας έξω από τη μεγάλη τζαμαρία προς τα αεροπλάνα που απογειώνονταν.
«Το ξέρω. Αλλά δεν θα σε αφήσω μόνη» δείξαμε τα απαραίτητα έγγραφα απέχοντας μόνο μερικά βήματα από το μέσον που θα μας οδηγούσε πιθανόν στην λύση του μυστηρίου.
«Με την Άννα μίλησες;» ρώτησα αγχωμένη ενθυμούμενη ότι μέσα στον πανικό των τελευταίων ημερών είχα βρει μια κλήση της.
«Όχι. Συνέβη κάτι;»
«Αισθάνομαι ότι έχω έναν αιώνα να επικοινωνήσω μαζί της...» σχολίασα απλά.
«Είσαι απλά αγχωμένη εξαιτίας του ταξιδιού. Τίποτα περισσότερο...» δέχτηκα την απάντηση του ως λογική εξήγηση και κάθισα στη θέση μου. Το αεροπλάνο γέμισε. Η μηχανή άνοιξε. Μερικά λεπτά αργότερα βρισκόμασταν στον ουρανό πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο στο στόχο μας. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε. Διότι η αναζήτηση της αλήθεια φάνηκε εξαιρετικά πιο δύσκολη, ειδικά όταν ψάχναμε ανθρώπους ικανούς να μας δώσουν απαντήσεις για κάτι που είχε συμβεί πριν 25 χρόνια.
Η πρώτη στάση του ταξιδιού μας υπήρξε το κάστρο όπου γεννήθηκε το παιδί της Ισμήνης και του Άρη Δάβαρη. Ήταν χωμένο στα βουνοκορφές περιβαλλόμενο από μεγάλες ποσότητες χιονιού. Παραμείναμε δύο μέρες εγκλωβισμένοι σε εκείνο το μέρος λαμβάνοντας ως αποζημίωση το όνομα του γιατρού και της μαίας που ξεγέννησε την Ισμήνη Παυλιδάκη. Ταξιδέψαμε ως ένα μικρό χωριουδάκι στα σύνορα της Ελβετίας με την Ιταλία όπου διέμενε η μαία διότι ο γιατρός είχε πεθάνει. Εκείνη θυμήθηκε την γέννα και έπειτα από έναν αρκετά μακροσκελή διάλογο δέχτηκε να μας αποκαλύψει τι είχε συμβεί στο μωρό, το οποίο πριν καλά καλά μπορέσει να νιώσει την αγάπη της μητέρας του ο Στίβεν το έστειλε μακριά. Η γυναίκα που ηλικιακά ξεπερνούσε τα εξήντα χρόνια καθώς διηγούνταν τα γεγονότα που είχαν στιγματίσει την επαγγελματική της ζωή άφησε μερικά δάκρυα να ξεφύγουν από τα μάτια της δικαιολογώντας τις πράξεις της λέγοντας μας για τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε βρεθεί τότε η οικογένεια της. Είχε θάψει εκείνη την ιστορία και εμείς ερχόμενοι τώρα ανακαλέσαμε στη μνήμη της ένα γεγονός που τη γέμιζε τύψεις. Έτσι δέχτηκε να μας βοηθήσει και να μας αποκαλύψει το όνομα της οικογένειας που υιοθέτησε το μικρό Δάβαρη.
YOU ARE READING
Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)
RomanceΗ Αριάδνη Μαντά ζει σε έναν κόσμο πλήρως προστατευμένο από την οικογένεια της. Έχει όλα όσα θα επιθυμούσε κάθε κορίτσι της ηλικίας της και όμως νιώθει ότι κάτι λείπει από την ζωή της. Σίγουρη ότι κανείς από την οικογένεια της δεν έχει μπλεχτεί ποτέ...