Κεφάλαιο 37ο

1K 134 15
                                    

ΡΑΦΑ

Η γαμημένη πτήση της επιστροφής ήταν μια σκέτη ταλαιπωρία. Μωρά που χτυπιόντουσαν και κενά αέρος που δεν σε άφηναν ούτε να προλάβεις να σκεφτείς πως θα ήταν ο θάνατος. Αν και από την κόλαση που ζούσα αυτή τη στιγμή πίστευα ότι θα ήταν χίλιες φορές καλύτερος. Το να την έχω μπροστά μου ολοζώντανη είχε πυροδοτήσει για ακόμη μια φορά μια θύελλα συναισθημάτων, από την οποία ότι και αν έκανα φαινόταν ότι δεν μπορούσα να δραπετεύσω. Πλέον ήταν μάταιο να λέω ψέματα στον εαυτό μου. Όσο εκείνη βρισκόταν κοντά μου προτιμούσα την αμαρτία από το να τη χάσω. Προτιμούσα μια ζωή βυθισμένος σε αυτή από το να ζω σαν νεκρός μακριά της. Και αυτό ήταν που πονούσε τόσο. Ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να χώσω και εκείνη σε όλο αυτό. Η Αριάδνη ήταν ότι πιο ιερό και αγνό είχα σε αυτή την ζωή και θα ρίσκαρα ποτέ να την αναγκάσω να ζήσει αυτό το μαρτύριο. Διότι αν το ζητούσα εκείνη θα ακολουθούσε. Το είδα στα μάτια της.

Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα μου και λίγο αλκοόλ σε ένα ποτήρι. Γαμώτο, ψέλλισα κοιτάζοντας το ρολόι στον τοίχο του γραφείου μου. Η ώρα δεν ήταν ούτε 11 το πρωί και είχα ξεκινήσει ήδη να πίνω.

«Ραφ» η ανήσυχη φωνή της Λουίζας έφτασε στα αυτιά μου καθώς το κεφάλι της είχε εισχωρήσει στο εσωτερικό του γραφείου μου. Την κοίταξα περιμένοντας να ακούσω τι είχε συμβεί αυτή τη φορά.

«Βρίσκεται εδώ ο Αλέξανδρος Μαντάς και ζητά να σε δει» ένιωσα το ποτήρι μου έτοιμο να πέσει από τα χέρια μου στο άκουσμα του ονόματος και της βαρύτητας της δήλωσης της κοπέλας μπροστά μου.

«Πες του να περάσει» εκείνη άνοιξε διάπλατα την πόρτα και η βαρυσήμαντη παρουσία του άντρα κατέκλυσε το χώρο. Σηκώθηκα όρθιος και νιώθοντας την καρδιά μου να τρέμει περίμενα να κάνει μερικά βήματα ώστε να φτάσει στο μπροστινό μέρος του γραφείου μου.

«Ο Ράφα;» ρώτησε εκείνος και εγώ άπλωσα το τρεμάμενο χέρι μου προς το μέρος του. Τα κατάμαυρα μαλλιά του χωρίς ίχνος γκρίζας τρίχας σε συνδυασμό με τα μαύρα μάτια του καθιστούσαν την παρουσία του τόσο επιβλητική που ένιωσα μηδαμινός μπροστά του. Το ντύσιμο του απέπνεε χρήμα, δύναμη και στιλ. Τίποτα στην έκφραση του δεν μαρτυρούσε ότι είχε βρεθεί στο Ρόδο για να με απειλήσει. Απεναντίας ένα αμήχανο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στα χείλια του.

«Λοιπόν κύριε Μαντά σε τι οφείλω την επίσκεψη σας;» ρώτησα καθώς κάθισα ξανά στην θέση μου και εκείνος απέναντι μου. Εκείνος έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις να εκφραστή και εγώ το μοναδικό που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η ομοιότητα εκείνου και της Αριάδνης στην έκφραση του προσώπου τους όταν ένιωθαν νευρικότητα. Το ανεπαίσθητο πετάρισμα των χειλιών, οι μακριές βλεφαρίδες και το σχήμα των ματιών ήταν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που μπορούσα να διακρίνω τόσο έντονα ως κοινά τους.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Where stories live. Discover now