Κεφάλαιο 43ο

1K 151 17
                                    

ΡΑΦΑ

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου κοιτάζοντας τα ξανθά μαλλιά της που είχαν καλύψει τη γυμνή πλάτη της. Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου που έκαναν την εμφάνιση τους στο δωμάτιο σηματοδοτούσαν το ξεκίνημα της καινούριας μέρας. Μιας ημέρας που ήξερα ότι θα σήμαινε το τέλος όλων όσων είχε φέρει η νύχτα. Με τα δάχτυλα μου τράβηξα μια τούφα των μαλλιών της επιτρέποντας στο δέρμα μου να έρθει σε επαφή με το δικό της. Η επιδερμίδα της ήταν δροσερή και εκείνη από την επαφή κουνήθηκε ακόμη κοιμισμένη ζαρώνοντας την αγκαλιά μου. Η αναπνοή της έγινε πιο βαθιά και ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Την κοίταζα συνεπαρμένος από το θέαμα. Διότι η μοναδική αλήθεια της ζωής μου αυτή τη στιγμή ήταν το πόσο είχε λείψει αυτό το πλάσμα από τη ζωή μου. Οι βλεφαρίδες της πετάρισαν πριν ανοίξει τα μάτια της και με κοιτάξει. Ένα εντυπωσιακό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της πριν τυλίξει τα χέρια της γύρω μου και με τραβήξει πάνω της. Και εγώ αφέθηκα στο άγγιγμα της και στις επιθυμίες της όπως ο διψασμένος στην Σαχάρα. Τα χείλη μου βρήκαν τα δικά της και κάθε φόβος μεταμέλειας από πλευράς της για όλα όσα εκτυλίχθηκαν χθες εξαφανίστηκε.

«Μου έλειψες» είπε εκείνη απλά και αυτό ήταν ικανό να φωτίσει ολόκληρος ο κόσμος μου.

«Κάθε πρωί ξυπνούσα με τη σκέψη σου και κοιμόμουν με αυτή. Περίμενα την επόμενη φορά που θα σε συναντούσα ξανά σαν τρελή...» συμπλήρωσε. Ένα ηλίθιο χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στα χείλη μου καθώς η επιβεβαίωση που χρειαζόμουν τον καιρό που ήμασταν χώρια είχε έρθει.

«Νομίζω ότι το παιχνίδι μαζί σου το έχασα την πρώτη μέρα που σε είδα στο Ρόδο. Από τις κάμερες ασφαλείας. Ήταν άδικο οφείλω να ομολογήσω. Δεν μπορείς να παλέψεις τα μάγια μιας πλανεύτρας...» γέλασε.

«Και τώρα; Τι κάνουμε;» ρώτησε εκείνη.

«Μπορούμε να το σκάσουμε. Να εξαφανιστούμε κάπου στον κόσμο. Μόνο οι δύο μας. Κανείς δεν θα γνωρίζει την ταυτότητα μας. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια φυσιολογική ζωή. Ή θα μπορούσαμε...»

«Να μείνουμε εδώ και να κρυβόμαστε για το υπόλοιπο της ζωής μας» σχολίασε εκείνη «με το φόβο του να το ανακαλύψει κάποιος από την οικογένεια...»

«Αριάδνη» της είπα πιο σοβαρά από ποτέ «δεν με νοιάζει το που, το πότε ή οτιδήποτε άλλο αρκεί να είμαι μαζί σου. Διάλεξε τον δρόμο που θέλεις και θα σε ακολουθήσω. Ακόμη και στην κόλαση ψυχή μου...» ο ήχος από το κινητό μου έφτασε στα αυτιά μας διαλύοντας τη στιγμή. Με μια κίνηση στράφηκα στο κομοδίνο και απάντησα στη κλήση.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Where stories live. Discover now