Κεφάλαιο 18ο

1.3K 151 19
                                    

ΑΡΙΑΔΝΗ

Προχώρησα από την πίσω πόρτα του σπιτιού στο εσωτερικό της κουζίνας. Η μαγείρισσα με κοίταξε απορημένη και εγώ ως απάντηση της χάρισα ένα χαμόγελο. Την πλησίασα ήσυχα και εκείνη αμέσως με πληροφόρησε ότι όλοι είχαν φύγει νωρίς από το σπίτι εκτός από τον Νίκο που κοιμόταν. Αναστέναξα ανακουφισμένη και ανέβηκα στο δωμάτιο μου χρησιμοποιώντας τις σκάλες του προσωπικού. Πατούσα πιο ελαφριά και από γάτα καθώς περνούσα έξω από το δωμάτιο του αδερφού μου και άνοιξα προσεκτικά την πόρτα του δωματίου μου για να τον βρω να στέκεται δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω την ημέρα που είχε αρχίσει να ξημερώνει. Στάθηκα έκπληκτη στην πόρτα του δωματίου μου ενώ εκείνος με κοιτούσε πλέον εκνευρισμένος.

«Πέρνα μέσα Αριάδνη» η φωνή του ακουγόταν ψυχρή και ανέδιδε θυμό. Ακολούθησα την εντολή του. Κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι μου και κάθισα υπάκουα.

«Μη με διακόπτεις όσο θα μιλάω. Ξέρω τα πάντα. Για εσένα, για τον Ραφ, για τη συμμορία του και τον Κόμη, για το μαύρο ρόδο που πηγαίνεις, για τη μεταμφίεση σου σε αγόρι και φυσικά για το που βρισκόσουν όλο το βράδυ...»

«Πως;» κατάφερα να ρωτήσω έκπληκτη που είχε αποκωδικοποιήσει όλο μου το σχέδιο.

«Παρακολουθούμε καιρό τον Ραφ και εσύ έτυχε να βρεθείς σε εκείνο το μέρος. Και στην αρχή υποθέσαμε ότι ήταν μια σύμπτωση. Όταν όμως ο καινούριος της συμμορίας αντικαταστάθηκε από εσένα δεν ήταν και δύσκολο να συγκρίνω τα δύο πρόσωπα και να συνειδητοποιήσω ότι η αδερφή μου είναι μπλεγμένη σε κάτι τόσο βρώμικο. Φαντάζεσαι λοιπόν την έκπληξη μου όταν το κατάλαβα. Και στη συνέχεια προειδοποίησες αυτούς τους αλήτες για το ποιος ήμουν θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο την αποστολή μου αλλά και την ίδια μου τη ζωή...»

«Δεν θα σου έκαναν ποτέ κακό...» εκείνος με πλησίασε έξαλλος πλέον. Με έπιασε από τα μπράτσα και με σήκωσε όρθια ταρακουνώντας με.

«Καταλαβαίνεις που έχεις μπλέξει μικρή; Κάνουν διακίνηση ναρκωτικών. Κλέβουν. Προωθούν γυναίκες. Συνειδητοποιείς που έχει χωθεί; Συναναστρέφεσαι όλα τα κατακάθια της κοινωνίας μας. Είσαι μια Μαντά και μια Αδαμίδη. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι τόσο άμυαλα» συνέχισε να με ταρακουνάει μανιωδώς.

«Αριάδνη απάντησε μου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Πες το» ζήτησε να μάθει.

«Ναι» φώναξα τη στιγμή που η πόρτα άνοιξε και η Άννα μπήκε μέσα έξαλλη για την αργοπορία μου. Βρισκόμενη αντιμέτωπη με τη συγκεκριμένη σκηνή ακινητοποιήθηκε πλάι στην πόρτα.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ