ΑΡΙΑΔΝΗ
Ένιωθα κρύο. Το δωμάτιο γύρω μου ήταν σκοτεινό. Ο μοναδικός ήχος που έφτανε στα αυτιά μου σπάζοντας τη νεκρική σιγή που επικρατούσε την υπόλοιπη ώρα ήταν το τρίξιμο των δοντιών μου συνδυασμένο με το θόρυβο των τρωκτικών κατά την βόλτα τους στο δωμάτιο όπου βρισκόμουν κλεισμένη. Το στρώμα, στο οποίο βρέθηκα πεταμένη, διοχέτευε τη μυρωδιά του θανάτου στην ατμόσφαιρα, η οποία αν και ήταν απόκοσμη τον πρώτο καιρό, πλέον με αγκάλιαζε παρηγορητικά αφού ο θάνατος ήταν καλύτερος από τη ζωή στην κόλαση όπου βρισκόμουν. Τον πρώτο καιρό... ένα πικρό γέλιο έκανε την εμφάνιση του καθώς εκείνη η σκέψη πέρασε φευγαλέα από το μυαλό μου. Άραγε πόσο καιρό βρισκόμουν σε αυτό το δωμάτιο; Μία μέρα; Μία εβδομάδα; Ένα μήνα; Ο χρόνος είχε γίνει κάτι μεταβλητό. Εν απουσία φωτός, παρά μόνο όταν ελάχιστες αχτίδες τρύπωναν από την μοναδική είσοδο του δωματίου μέσα καθώς οι φύλακες μου μετέφεραν το γεύμα μου, ήταν δύσκολο για εμένα να μετράω το χρόνο.
Στην αρχή ξυπνώντας σε αυτό το μέρος και συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο της κατάστασης είχα νιώσει φόβο. Πλέον όμως δεν μπορούσα να αισθανθώ τίποτα άλλο από την θέληση μου να επιστρέψω πίσω στην οικογένεια μου. Πίσω στο Ραφ. Ήμουν διατεθειμένη να κάνω ότι περνούσε από το χέρι μου για να συμβεί αυτό. Μόνο που ακόμη δεν είχα ιδέα ποιος με είχε πάρει μακριά από την ζωή μου. Βαθιά μέσα μου ήλπιζα όλα αυτά να ήταν ένα κακόγουστο αστείο όμως γνώριζα πως ήταν η πραγματικότητα. Το επικίνδυνο παιχνίδι που είχε ξεκινήσει ως μια περιπέτεια είχε μετατραπεί πλέον σε κάτι πολύ περισσότερο και η αλήθεια ήταν ότι για πρώτη φορά μπορούσα να δω καθαρά και να αποδεχτώ ότι οι γονείς μου είχαν δίκιο. Να συνειδητοποιήσω ότι τόσο καιρό βρισκόμουν κλεισμένη σε μια ροζ καλοφτιαγμένη φούσκα, η οποία έσπασε απότομα όταν βρέθηκα εγκλωβισμένη σε αυτό το βρωμερό δωμάτιο.
Περίμενα. Ευελπιστούσα να εμφανιστεί ο απαγωγέας μου. Αναζητούσα απεγνωσμένα μια πληροφορία για το τι συνέβαινε. Όμως τίποτα από αυτά δεν πραγματοποιούνταν. Εκτός από εκείνη τη στιγμή που ήρθε λιγάκι αργότερα για να σπάσει το μοτίβο ακόμη μιας ίδιας μέρα σε εκείνο το δωμάτιο. Ένα παγωμένο αεράκι με χτύπησε στο πρόσωπο αναγκάζοντας με να ανοίξω νυσταγμένη τα μάτια μου. Διαισθάνθηκα την παρουσία του πριν τα μάτια μου μπορέσουν να εντοπίσουν τη φιγούρα του, κρυμμένη μέσα στις σκιές. Η αύρα του απόκοσμη ψύχρανε το χώρο. Και σιγά σιγά με βήματα προσεκτικά με πλησίασε. Εγώ κουλουριάστηκα περισσότερο στο κρεβάτι φοβούμενη για το τι ήταν ικανός να μου κάνει. Σταμάτησε αρκετά μέτρα μακριά μου. Το πρόσωπο του αν και γεμάτο ρυτίδες φανέρωνε κάποιον που πλησίαζε ηλικιακά τα 50. Ίσως και παραπάνω. Το σώμα του ωστόσο παρέμενε γυμνασμένο. Τα μάτια του όμως ψυχρά και σκοτεινά όμοια με εκείνα ενός αρπακτικού μου έκοψαν την ανάσα. Ο θύτης και το θύμα λοιπόν. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου και ξεροκατάπια περιμένοντας να μιλήσει. Οι σκέψεις μου ανακατεύονταν δίχως να μπορώ να κρατήσω σταθερό τον ειρμό μου.
YOU ARE READING
Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)
RomanceΗ Αριάδνη Μαντά ζει σε έναν κόσμο πλήρως προστατευμένο από την οικογένεια της. Έχει όλα όσα θα επιθυμούσε κάθε κορίτσι της ηλικίας της και όμως νιώθει ότι κάτι λείπει από την ζωή της. Σίγουρη ότι κανείς από την οικογένεια της δεν έχει μπλεχτεί ποτέ...