Κεφάλαιο 48ο

1.1K 135 10
                                    

ΡΑΦΑ

«Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο ήρθα» τόνισε ο Φίλλιπος καθώς στεκόταν μπροστά μου. Εγώ αντιθέτως με εκείνον έκοβα βόλτες μέσα στο γραφείο μου κρατώντας ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα ποτήρι γεμάτο βότκα στο άλλο. Ή μάλλον σχεδόν γεμάτο. Βασικά περισσότερο άδειο θα το χαρακτήριζα.

«Εκείνη έφτασε ξημερώματα σήμερα. Ακολουθούσε ένα στοιχείο και μετά εξαφανίστηκε. Από το μεσημέρι σχεδόν δεν έχει απαντήσει σε καμία από τις κλήσεις μου ή τα μηνύματα μου. Κάτι συμβαίνει...»

«Ραφ μη φέρνεις την καταστροφή. Μπορεί να πήγε για ψώνια και να ξεχάστηκε. Την ξέρεις την Άρια τώρα πως κάνει όταν...»

«Όχι Φίλλιπε κάτι συμβαίνει...» το κινητό του δονήθηκε και εκείνος το έβγαλε βαριεστημένα από την τσέπη κοιτάζοντας με διστακτικά.

«Είναι ο ξάδερφος μου» δήλωσε και του έκανα νόημα να απαντήσει στην κλήση.

«Όχι δεν την έχω δει. Ούτε της έχω μιλήσει σήμερα. Μόλις επέστρεψα από το Λονδίνο Νίκο» σχολίασε βαριεστημένα ο Φίλλιπος. Η έκφραση το προσώπου του όμως είχε αρχίσει να μαρτυρά φόβο.

«Τι σου είπε η Ιφιγένεια;» ρώτησε στέλνοντας ρίγη τρόμου στην καρδιά μου «Πότε έγινε αυτό;» μειδίασε.

«Και ποια είναι αυτή η Θάλεια;»

«Πως ξέρει για τον γιο του Δάβαρη;»

«Καλά καλά. Έρχομαι από εκεί» φώναξε.

Έβαλε το κινητό στην τσέπη του.

«Από ότι φαίνεται το μεσημέρι η Αριάδνη πέρασε από το γραφείο του Νίκου και είδε κάτι που την σόκαρε. Από εκείνη την ώρα αγνοείται... Ο Νίκος την ψάχνει σαν τρελός και εμφανίστηκε στο σπίτι και μια Θάλεια και ρωτάει για εκείνη, την οποία συνάντησε σήμερα το πρωί για την υπόθεση του μωρού του Δάβαρη...»

Άρπαξα το δερμάτινο μπουφάν μου και έσπρωξα τον Φίλλιπο.

«Πάμε» του είπα θυμωμένος.

Η σημερινή μέρα δεν φαινόταν καθόλου καλή. Και ήμουν σίγουρος ότι σύντομα θα γινόταν ακόμη χειρότερη...

ΑΡΙΑΔΝΗ

Η αποθήκη που βρισκόμασταν ήταν κρύα και σκοτεινή. Ένα μεγάλο παράθυρο βρισκόταν στην άκρη του τεράστιου χώρου αφήνοντας φως να περάσει στο εσωτερικό. Εγώ βρισκόμουν δεμένη σε μια καρέκλα απέναντι από την Λουίζα. Ένιωθα το σκοινί κοφτερό γύρω από τους καρπούς μου και τα χείλη μου είχαν ένα κόψιμο στο πλάι. Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία έπειτα από αρκετή ώρα από την αρχή της απαγωγής μας και κοίταξα την Λουίζα. Εκείνη προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάποιον που βρισκόταν στην άλλη άκρη της αποθήκης. Η φιγούρα φαινόταν πεταμένη σε ένα στρώμα. Από τη φωνή του μονάχα μπορούσα να καταλάβω ότι εκείνη η φιγούρα ήταν ο Κόμης. Ώστε ήταν ζωντανός, ψέλλισα αλλά κανείς τους δεν φάνηκε να με ακούει.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Where stories live. Discover now