Κεφάλαιο 49ο

1.2K 144 18
                                    

ΡΑΦΑ

Τα πάντα μπορούν να χαθούν. Όλη η ζωή σου μπορεί να γκρεμιστεί μονάχα σε μερικά δευτερόλεπτα. Μία σφαίρα είναι αρκετή. Και εκείνο που δεν έπρεπε ποτέ να συμβεί έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια μου. Ναι είχαμε καταφέρει να νικήσουμε την Βερόνικα και τον Μορίς. Η πρώτη βρισκόταν στο περιπολικό του Νίκου και ο άλλος κειτόταν νεκρός μπροστά από τον Άλεξ. Εκείνο που κανείς ακόμη δεν είχε διαπιστώσει ήταν το ξανθό κεφάλι της Αριάδνης στα χέρια μου. Τα μαλλιά της είχαν ξεραθεί από το αίμα και τα μάτια της με κοίταζαν άψυχα. Το χέρι της είχε πέσει πλάι μου στο πάτωμα. Ο Φίλλιπος έπεσε δίπλα μου τραβώντας την από τα χέρια μου, παρακαλώντας την να συνέλθει. Εκείνη όμως δεν μπορούσε πλέον να ακούσει τον ξάδερφο της. Μια κραυγή έκανε κάθε ομιλία να σταματήσει στην αποθήκη. Η Ιφιγένεια κοίταξε προς το μέρος μας και ο Ορέστης την συγκράτησε πριν καταρρεύσει. Σιγά σιγά ένιωθα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια καθώς διαπίστωνα ότι δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά το γλυκό της χαμόγελο ή τα σμαραγδί γεμάτα ζωή μάτια της να με κοιτάνε παιχνιδιάρικα.

Άνοιξα τα μάτια μου ιδρωμένος από τον εφιάλτη που κατάφερε να διακόψει τον ύπνο μου. Σηκώθηκα από το καταραμένο κρεβάτι και μπήκα στην κουζίνα παίρνοντας ένα ποτήρι με νερό στα χέρια μου. Ήπια μερικές γουλιές μουδιασμένος ακόμη από το φόβο. Κοίταξα το ρολόι απέναντι μου. Σε μερικές ώρες θα ξεκινούσε το σχέδιο διάσωσης της Αριάδνης και των άλλων δύο και θα έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να μην έχει την ίδια κατάληξη με το όνειρο μου. Δεν μπορούσα να επιτρέψω η Αριάδνη να πάθει κάτι. Δεν θα μπορούσα να συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου για αυτό. Ποτέ.

Ξημέρωσε. Ο Άλεξ με περίμενε έξω από την πολυκατοικία μου με το τζιπ. Σε όλη την διαδρομή μέχρι το σημείο συνάντησης με την Βερόνικα δεν μιλούσε κανείς. Κόρνες από βιαστικούς οδηγούς έσπαγαν μόνο τη σιωπή. Ο καθένας είχε άλλωστε να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες σε αυτό το παιχνίδι.

Φρέναρε απότομα όταν η Βερόνικα με δέκα άντρες διέκοψαν τον δρόμο μας. Βγήκαμε και οι δύο από το αμάξι με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Οι άντρες της δεν έχασαν λεπτό ψάχνοντας μας και δένοντας τα χέρια μας πίσω από την πλάτη. Με γρήγορες κινήσεις μας πέταξαν τον καθένα μας σε ένα διαφορετικό αμάξι και χωρίς πολλές κουβέντες ξεκινήσαμε για το μέρος όπου φυλασσόταν η Αριάδνη. Ή τουλάχιστον έτσι είχαμε υποθέσει σύμφωνα με το σχέδιο.

Ξεχασμένα Όνειρα (Βιβλίο 3ο)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora