~ Εσύ! ~Και οι δύο τρέξαμε κατευθείαν στα άλογά μας. Η Κριστάλια βρήκε πρώτη τον Άστερντ ενώ εγώ είδα από μακριά τον Έλαμάναμου. Του σφύριξα για να έρθει και εκείνος έφυγε.
+Μπράβο το αγόρι μου!
-Τέλειο άλογο έχεις! Είπε γελόντας η Κριστάλια.
-Ναι δεν τον βλέπεις είναι καταπληκτικός!
-Έεε? Μου απάντησε απορημένη για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινα. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε στρατός γύρω από τον τόπο ανάπαυσης μας. Ένας καβαλάρης φορώντας την περικεφαλαία του εμφανίστηκε μπροστά από όλους. Έβγαλα το σπαθί μου από την θήκη του. Ήταν η ώρα να πετσοκόψω κεφάλια. Όμως κάτι γνώριμο είχε πάνω του. Δεν μιλάω τόσο για τον καβαλάρη -που κι αυτός μου που φαίνονταν αγνώριστος- αλλά κυρίως για το άλογό του! Είχε μια παράξενη κουκίδα μπροστά στο μάτι παρόλου που φορούσε και αυτό περικεφαλαία. Κάτι σαν να του είχαν προσθέσει ένα μικρό μεταλλικό, μυτερό κέρατο μπροστά.
+Τι απαίσιο! Γιατί όπλα σε τέτοια αγνά όντα!Εκείνη την στιγμή κοίταξα γύρω μου. Δίπλα μου στεκόταν η Κριστάλια έτοιμη κι αυτή για μάχη κρατώντας το τόξο της.
+Μα πού είναι η Μέλι ,(η αλλιώς Μελίγια)?
Η απορία μου λύθηκε αμέσως γιατί πίσω από αυτό το οπλισμένο άλογό ήταν φυμωμένη! Η Κριστάλια μόλις την είδε έτσι του φώναξε:
-Κάθαρμα, Δειλέ, Λεχρίτη! Αφησέ την ήσυχη!
-Μην ανησυχείς δεν πειράζω κοριτσάκια! Φώναξε την ώρα που πήγε να την λύσει.
-Μα κυρίε μπορούμε να την ανταλλάξουμε με το... Είπε ένας από τους στρατιώτες. Αυτός μου ήταν γνώριμος ήταν από το παλάτι μου. Φορουσε κι αυτός περικεφαλαία αλλά αναγνώρισα την φωνή του. Αλλά για να είναι εδώ θα έχει πάρει σίγουρα το μέρος του θείου μου. Το όνομα του παντός ήταν Κεν.
+Γιατί αν προδώσει τον πατέρα μου? Φέρθηκε τόσο καλά στην οικογένειά του όταν δέχτηκε μεγάλο πλήγμα...
-Σκάσε και κάνε την δουλειά σου!, είπε και την έλυσε. Εκείνη τρέξε προς την Κριστάλια και τον κοιτάγε με μπερδεμένη με ένα περίεργο βλέμμα.
+Τον ξέρω αυτόν!
-Εσύ! Φίλντιξ! Του φώναξα.
-Μπα-Μπα με αναγνώρισες ξάδελφε!
-Ξάδελφός σου είναι αυτό το τέρας? Είπε η Μελίγια μαζί με την Κριστάλια.
-Χαχα δεν σε είχα για γυναικά Φοίνικ!
-Και ποιός σου είπε ότι είμαι? Τι θες? Του φώναξα . Είχα το ξίφος έτοιμο για παν ενδεχόμενο. Ενδεχόμενο δεν το λες γιατί ο καυγάς είχε ήδη στηθεί.
-Τι μου ετοιμάζεις? Τον ρώτησα έτσι νυφίτσα που είναι...
-Εγώ τίποτα, την μονομαχία που μου χρωστάς! Μου απάντησε με ένα πλατύ ύπουλο χαμόγελο. Το ξέρω πολύ καλά αυτό...
-Αααα .Θα την έχεις!
+Ναι καλά! Σε ξέρω πολύ καλά και τι κουμάσι είσαι!
-Βγάλε την πανοπλία , να είμαστε δίκαιοι. Άντε δειλέ! Παρατήσες το πατέρα σου και έφυγες σαν κυνηγημένος. Αλλά τι να περιμένει κανένας από εσένα?
-Φοινίκ μην το κάνεις! Είναι ψυχολογικός πόλεμος ,αυτό που σου κάνει!
+Ααα αυτό έχεις σκευτεί μπαγάσα! Σε έχω στο χέρι! Τα κολπάκια σου δεν πιάνουν. Την παγίδα που έστησε την ανακάλυψα!
-Αλήθεια, είπα καθώς έβγαζα την πανοπλία μου, αν ήμουν ένας δειλός τότε γιατί ο θείος μου να με ψάχνει και μάλιστα γιατί δεν την βγάζεις κι εσύ? Θες να με κάνεις έναν εύκολο ΣΤΌΧΟ! Τόνισα την τελευταία λέξη ,ενώ τον κοιτούσα στα μάτια απειλιτικά. Τον είχα κατατρομάξει. Κοίταξε γύρω του όπως και όλοι οι άλλοι τρομαγμένοι. Εξάλλου ήξερε ότι είμαι δέκα φορές πιο ξύπνιος από δα αυτόν. Εκείνος δεν μίλησε απλά με κοίταζε και περίμενε την αντίδραση μου.
+Φίλε μου έχεις ήδη χάσει με αυτά τα μούτρα. Ώρα για το σχέδιο!
Τότε φώναξα:
-Πέστε κάτω! "Δράση"! Φώναξα δυνατά. Ενώ έπεσα στο έδαφος. Ο Έλαμάναμου (αφού άκουσε τις λέξεις Στόχο-Δράση) πήδηξε πάνω στον Φίλντιξ. Κοίταξα μπροστά μου ενώ σηκωνόμουν γρήγορα. Ένα βέλος ήταν πεσμένο μπροστά στο πρόσωπό μου.
+Οφφ την γλυτώσα στο δευτερόλεπτο! Πάλι καλά που το πήρα χαμπάρι.
Οι στατιώτες ήταν τόσο αναστατωμένοι που δεν μπορούσαν να αντίδράσουν. Τα κορίτσια κάνενε σήμα στα άλογα τους και αφού ανεβήκαμε όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε. Ευτυχώς το τσαντάκι ήταν πάνω στο Έλαμάναμου και δεν το πήραν οι στατιώτες. Ο ξάδελφος μου, το τέρας, μας ακοθουθούσε.
+Παράξενο! Κανένα άλογο δεν τρέχει έτσι εκτός από τον Έλαμάναμου και...
Φώναξα στα κορίτσια:
-Συνεχίστε! Έρχομαι με παρέα.
-Τι?! Φώναξαν από οι δύο.
-Αυτό που ακούσατε! Μην σταματήσετε! Ξέρω τι να κάνω!
Γύρισα το άλογο μου προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Φίλντιξ συνχήστηκε . Αλλά εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω. Έκοψα ταχύτητα και πήδηξα από το άλογο. Το έστειλα να βρει τα κορίτσια. Εγώ έκατσα στάσιμος κοιτόντας προς τον ξάδελφό μου. Οι στρατιώτες του σταμάτησαν λίγο πιο κάτω, τρομακρατιμένοι. Μάλλον γνώριζαν την φήμη μου. Ο ξάδερφος μου όμως αγύριστο κεφάλι. Δεν ήταν ούτε πέντε μέτρα όταν φώναξα:
-Κουφέ παρουσιάσου! Το μαύρο άλογο φρέναρε αμέσως και με την φορά που είχε πάρει τον πέταξε κάτω. Ακόμα και πρόσθετο κέρατο έπεσε χαμό. Κοίταξα το άλογο κατάματα.
-Το ήξερα ότι είσαι εσύ αγόρι μου! Άντε παμε! ΑΣ ΦΑΝ ΤΙΣ ΣΚΌΝΗ ΜΑΣ! Τόνισα και ανέβηκα πάνω του και άρχισα να καλπάζω. Κοίταξα πίσω μου. Είδα τον ξάδελφο μου στο έδαφος και αιμόφυρτο. Άκουσα τον Φίλντιξ να φωνάζει παραπάνω από τις κατάρες του για εμένα. Κάτι πολύ παράξενο:
-Σκοτώστε τον! Το άλογό ΤΟΥ όμως το θέλω ζωντανό! Με ακούτε! Άθικτο το θέλω!
Γύρισα το βλέμμα μου και πάλι πίσω στα κορίτσια. Καλπάζαμε κυνηγημένη κάτω από νυχτερινό ουρανό. Εξόριστοι...Ο Κουφός , εικόνα:
YOU ARE READING
Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]
ActionΌταν το λάθος του ενός γίνει η σωτηρία του άλλου, τότε το ταξίδι αρχίζει. Ολόκληρη η Κάρλια βρίσκεται σε αναβρασμό. Σε όλο αυτό το σκηνικό έρχεται να προστεθεί μια ακόμα ρωγμή. Μία νύχτα και τα πανταχού δεδομένα στο Βόρειο Βασίλειο άλλαξαν ριζικά. Τ...