• 29 •

118 14 0
                                    

~ Η Διάσωση ~

Όλοι μαζί για ένα σκοπό. Δεν γνωρίζαμε τι είχε συμβεί στην Κριστάλια και εγώ ανησυχούσα πιο πολύ από όλους μαζί. Περπατούσαμε γρήγορα μες στο παλάτι, αλλά δεν τρέχαμε για να μην μας καταλάβουν. Θα έλεγα ρυθμικά. Δεν ήταν καθόλου βολικό με την σχολή των φρουρών. Η Ελεωνόρα που κατάλαβε ότι η ανησυχία μου είχε χτυπήσει κόκκινο μου είπε:
-Μία χαρά θα είναι. Είναι σκληρό καρύδι η Κριστάλια. Μην συνχίζεσε χωρίς λόγο. Ξέρω ότι είσαι καλός φίλος και την νοιάζεσαι , μια χαρά θα είναι.
+Πράγματι της είχα αδυναμία. Αλλά κάτι μου λέει ότι δεν πάει καλά. Πού είναι οι φρουροί?
Φτάσαμε στο δωμάτιο. Απόλυτη σιγή. Η Ελεωνόρα άνοιξε την πόρτα αλλά κανείς δεν ήταν μέσα!
+Πού είναι?!?
-Οχ πολύ κακό αυτό! Είπε η Μελίγια. Εκείνη την στιγμή ακούσαμε φωνές. Ήταν του Νιούτ/τρελό βασιλιά. Είχε βγει στο μπαλκόνι στο δίπλα δωμάτιο που πλέον είχαμε μπει.
+Ως εδώ θα τον σκοτώσω! Μα τι στο...
Δεν ήταν μόνος. Είχε φυμώσει την Κριστάλια και την είχε δέσει σε Μάι καρέκλα! Φρίκαρα μόλις την είδα. Ευτυχώς δεν μας είχε πάρει χαμπάρι. Σαν να ήθελε να την ποτίσει με κάτι γιατί κρατούσε ένα ποτήρι. Μπορώ άνετα να παραδεχτώ ότι δεν είχε νιώσει πιο τρομοκρατημένος στη ζωή μου, ούτε καν τη στιγμή που είχα περάσει για πρώτη φορά στο πεδίο της μάχης....
+Σύγουρα παντός αυτό δεν είναι νερό! Δεν ξέρω τι είναι αλλά μου ανέβαζε την τρίχα κάγκελο!
Η Ελεωνόρα δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια κάτι είχε στο νου της. Έβγαλε την στολή και πλέον με τα πριγκιπικά ρούχα της προχωρούσε στο διάδρομο και χτύπησε την πόρτα του δωματίου από βρισκόταν ο τρελός βασιλιάς.
+Μα τι έχει κατά νου της η πανούργα?
Μας έκανε νόημα να μην βγούμε από το δωμάτιο. Η πόρτα άνοιξε και ο βασιλιάς την κοίταζε με θαυμασμό. Η Ελεωνόρα του είπε:
-Να περάσω υψηλότατε μια από τις υπηρέτριες σας μου είπε ότι χρειάζεστε κάτι ή κάνω λάθος ήταν για τον...
-Όχι όχι δεν κάνεις λάθος παρακαλώ πέρασε... Η Ελεωνόρα είχε βάλει ένα ξυλάκι στην πόρτα στο για να μην κλίνει. Εμείς βγήκαμε από το δωμάτιο και περιμέναμε σήμα της. Δεν μπορούσαμε να δούμε αλλά κάτι ακούγαμε:
-Δεν ήξερα ότι είχα τόσο όμορφη υπηρέτρια στην υπηρεσία μου. Θα θέλετε ένα ποτό.
-Αχ τα παραλέτε. Ναι θα ήθελα αν δεν σας κάνει κόπο δηλαδή.
+Τι ηθοποιός!
Ο Νιούτ της αφού έβαλε κρασί κόκκινο μάλιστα της το έδωσε ευγενικά,
+το τέρας!
-Αχ ευχαριστώ. Είπε ενώ έκανε την αδιάφορη και την χαλαρή.
-Ευχαρίστισή μου. Δεν θα το πεις.
-Αχ υψηλότατε είστε πολύ ευγενικός. Μπορείτε να μου πείτε όμως γιατί έχετε εκείνο τον σεντόνι έξω. Μήπως θέλετε να το πλύνω?
-Όχι όχι. Δεν χρειάζεται. Είπε με αναστατωμένη φωνή.
-Μα είναι η δουλειά μου. Είπε και έτρεξε και σήκωσε το σεντόνι. Έκανε ότι ούρλιαξε αλλά έκλεισε το μάτι από ότι κατάλαβα στην Κριστάλια. Εκείνοι την στιγμή μπήκαμε και εμείς μέσα. Ήταν το σήμα. Πήγα κατευθείαν να το μαχαιρώσω. Ήταν όμως πολύ ύπουλος. Είχε μυστική έξοδο διαφυγής στον τοίχο και σήμανε ταυτόχρονα συναργεμό!
Η πόρτα κλείδωσε πριν προλάβω να τον πετσοκόψω. Τα νεύρα μου στα ύψη αλλά τώρα είχα να κάνω κατι σημαντηκότερο. Να λύσω την Κριστάλια όπως και το έκανα. Εκείνη με αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια και εγώ την έσφιξα με όλη μου την δύναμη.
-Τι θα κάνουμε τώρα? φώναξε ο Άλιοθ.
-Είστε έτοιμοι για κάτι τρελό? Ρώτησε η Κριστάλια που είχε αρχίσει να περνάει τα πάνω της.
-Έεε? Ναι είπαμε όλοι.
-Πηδήξτε τότε!
-Τι! Φωνάξαμε.
-Θα μας σκοτωθούνε πριν φτάσουμε στην θάλασσα. Μην ξεχνάς τα βράχια κάτω και αν δεν πεθάνουμε από την πτώση έχει κύμα! Είπε η Μελίγια.
-Όχι εκεί! Αλλά εκεί!
-Τι!?! Η Κριστάλια πήδηξε πρώτη πάνω σε μια άμαξα με άχυρα.
-Αυτή με τρομάζει πιο πολύ από εσάς μεγαλιωτάτη!
-Πήδα και μην μιλάς Άλιοθ! Του φώναξε.
Προσγειώθηκαμε πάνω στην άμαξα, σώοι.
+Και μετά λένε εμένα τρελό. Πού τις κατεβάζει τέτοιες ιδέες!
Δίπλα ευτυχώς υπήρχαν κάποια άλογα ,τα οποία λύσαμε στα γρήγορα και ανεβήκαμε πάνω τους. Ένα από αυτά ήταν ο Κουφός!
-Πρέπει να γυρίσουμε πίσω! Φώναξα.
-Πας καλά μας κυνηγάει ένας ολόκληρος στρατός, κοίτα πίσω σου! Μου φώναξε η Μελίγια.
Πράγματι από πίσω γινόταν ο κακός χαμός. Φρουροί με άλογα να μας κυνηγούν.
-Τι θα κάνουμε τώρα? Ρώτησε η Ελεωνόρα.
-Φοινίκ θέλουμε τις ιδέες σου! Μου είπε η Κριστάλια.
-Έχω αλλά... δεν θέλω να αφήσω τον άλογό μου και το τσαντάκι μου σε αυτόν τον τύπο.
-Πες την! Μου φώναξαν όλοι.
-Όσο για​ το τσαντάκι σου. Να! Πάρτο. Είπε μου το πέταξε η Κριστάλια.
-Μα πώς...
+Από που το άρπαξε?
-Πες την ιδέα σου! Μου φώναξαν όλοι.
-Να θα πάμε στην πύλη και θα ανοίξουμε και θα την ανοίξουμε με τον μοχλό.
-Τέλια! Φώναξαν και σαν να ανακουφήστηκαν. Δεν θα ήμασταν καθόλου μακριά από την πύλη. Πλέον την έβλεπα καθαρά μπροστά μου. Χάρης όμως τον συναργεμό υπήρχαν αρκετοί φρουροί εκεί.

Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]Where stories live. Discover now