• 34 •

108 11 0
                                    


~ Στόχο έχω αλλά δεν μπορώ να ρίξω ~

Κατευθυνθήκαμε στο τείχος θα περνάμε μέρος στην μάχη σαν τοξότες. Ο Ντικίλ μας έδωσε από ένα τόξο στον καθέναν (εκτός από την Κριστάλια που είχε ήδη το δικό της). Μάλιστα το δικό του έδωσε το δικό του στην Ελεωνόρα! Του έκανα νόημα και του είπα:
-Ντικίλ έχεις άλογο?
-Έεε ναι οποίο θέλω. Γιατί ρωτάς?
-Κατάλαβα. Θυμάσαι το άλογο που καβαλούσα όταν μας συνάντησες?
-Ναι ένα μαύρο περίεργο?
-Μόνο περίεργο δεν είναι! Όταν πας στον σταύλο πάρε αυτόν. Στο χαρίζω! Τον λένε Κουφό και μόνο κουφός δεν είναι.
-Μα αυτό δεν ακούει κανέναν!
-Α ναι του φώναξες ποτέ : "Παρουσιάσου", "Ας φάνε την σκόνη μας" και "φρένο"?
-Όχι!
-Εε σε αυτά ακούει. Δεν θα σε απογοητεύσει ποτέ. Άντε και καλή μάχη.
-Επίσης, είπε και έφυγε τρέχοντας.
+Τι βασιλιάς! Σε όλα μέσα! Θα γινόμουν κι εγώ αν ήξερα ότι θα ήταν έτσι οι μέρες μου...
Η μάχη ήταν σε εξέλιξη όταν φτάσαμε. Μπροστά και κάτω από το τοίχος στρατιώτες πολεμούσαν και αλληλοσφαζόντουσαν. Παντού έβλεπα χυμένο αίμα και νεκρά πτώματα. Ήταν αϊδιαστικό να βλέπεις παντού ακροτηριασμένα μέρη νεκρών ή ετοιμοθάνατους.
+Μα γιατί όλα αυτά? Αυτή η διαμάχη έχει πραγματικά διχάσει το λαό.
Δεν είχα χρόνο έτσι άρπαξα το τόξο μου. Όπως πάντα βέβαια είχα ένα κρυφό κόλπο στο μανίκι μου. Γύρω από το κάστρο υπήρχαν παντού πεύκα. Καλύτερο όπλο από αυτό δεν υπάρχει! Στην περιοχή μου ήταν ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Εδώ όμως... Άρπαξα από το βαζάκι που είχα πάρει μαζί μου. Περιείχε ρετσίνι και βούτηξα την μύτη του βέλους. Οι στρατιώτες δίπλα μου με κοιτούσαν σαν τρελό. Έλα όμως που τα είχα τετρακόσια. Έξυσα το βέλος πάνω στο τοίχος και το βέλος πήρε φωτιά!
+Κι όχι μόνο αυτό!
Σημάδεψα σε μια άμαξα των πλέον εχθρών μου. Μάλλον την χρισημοποιούσαν για ανεφοδιασμό και έριξα. Το βέλος όχι μόνο βρήκε το στόχο του αλλά και δεν έσβησε η φωτιά πάνω του! Η άμαξα πήρε φωτιά και δημιούργησε αναστάτωση. Οι τοξότες και όλοι οι άλλοι κοιτάξαν προς εμένα.
+Γιατί πάντα είμαι το επίκεντρο της προσοχής??!
Πέταξα το βαζάκι στο διπλανό μου και χέρι χέρι είχαν όλοι βουτήξει τα βέλη τους σε αυτό. Ταυτόχρονα όλοι σημαδέψαμε έτοιμοι να ρίξουμε. Οι στρατιώτες του Νιούτ είχαν τρομοκρατηθεί! Οι πρώτοι στόχευσαν και έριξαν και ακολούθησε η δεύτερη βάρδια στην οποία άνηκα και εγώ.
Ήμουν έτοιμος να ρίξω το βέλος πάνω σε μια ακόμη άμαξα αλλά το χέρι μου σταμάτησε από μόνο του. Ένα από τα άλογα της αμαξάς ήταν το άλογο μου! Ο Έλαμάναμου λόγο της αναπηρίας του, που δεν ήθελα ποτέ να το λέω, χρειαζόταν οποιαδήποτε καβαλάρη. Είχε τρομοκρατηθεί περισσότερα από όλους τους στατιώτες μαζί! Δεν ήταν λίγο να μην ξέρεις τι να κάνεις ενώ δεν βλέπεις καλά. Σαν κάτι μέσα σε όλα αυτά να μου γλυάλιζε. Παρολο αυτά πήρα το βλέμμα μου και κοίταξα δίπλα μου τον Ραούλ. Σημάδευε εκείνη την άμαξα μου ήταν το άλογο μου! Δεν προλάβενα να του πω τίποτα έτσι τον έσπρωξα για να μην πετύχει τον στόχο. Ευτυχώς το βέλος δεν πέτυχε κανέναν "περαστικό". Εκείνος σοκαρισμένος και νευριασμένος με κοίταξε και μου είπε:
-Μα τι στο καλό κάνεις?
-Είναι το αλ.... Α! Ακούστηκε μόνο. Καθώς είχα αφεθεί ένα βέλος με είχε πετύχει στον ώμο. Κοίταξα την πληγή δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο ούτε θανατηφόρο χτύπημα. Έβγαλα το βέλος που ευτυχώς βγήκε με ολόκληρη την μύτη. Δεν ήταν ούτε δηλιτηριασμένο ούτε καν σκουριασμένο. Η πληγή ήταν μικρή και όχι πολύ βαθειά όμως το σκοτάδι που με περικύκλωσε ήταν. Τα βλέφαρα μου έκλειναν σιγά σιγά. Τα έβλεπα όλα θολά και σαν να μου ερχόταν ανατριχήλα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν η φωνή της Κριστάλιας να μου φωνάζει πανικόβλιτη. Αυτό ήταν και το τελευταίο σήμα επικοινωνίας με το περιβάλλον που είχα. Πλέον έβλεπα ένα κενό , βαθύ και μονότονο....

Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]Onde histórias criam vida. Descubra agora