Επεισόδιο 14

1.2K 113 62
                                    

Έπειτα από αρκετή ώρα, φτάνουμε στο Μοναστηράκι.  Αν και δεν τον γνωρίζω καθόλου, είμαι σχεδόν σίγουρη, ότι η Πλάκα και το Μοναστηράκι... είναι τα στέκια του. Την προηγούμενη φορά που με πήγε στην Πλάκα, φάνηκε στα μάτια του η ηρεμία και η γαλήνη που του προκαλούσε το μέρος.  Και αυτό, θα μπορούσε να είναι ένα κοινό μας στοιχείο.

Σταματάει τη μηχανή του και καταλαβαίνω, ότι ήρθε η ώρα να κατέβω. Σηκώνω το σώμα μου προσεκτικά και στηριζόμενη στους ώμους του Ορέστη, καταφέρνω να κατέβω.  Ο Ορέστης δεν λέει τίποτα, ούτε με κοιτάζει.  Έχει, ήδη, χαθεί στις σκέψεις του.
Βγάζω το κράνος και τινάζω τα μαλλιά μου·  για, μονάχα, δύο δευτερόλεπτα, τον παρατηρώ και το στομάχι μου γίνεται άνω κάτω. Συνειδητοποιώ, ότι εγώ η ίδια του ζήτησα — δηλαδή σχεδόν τον διέταξα, αλλά αυτές είναι λεπτομέρειες — να βγούμε απόψε βόλτα. Για να είμαι ειλικρινής... δεν περίμενα ότι θα δεχόταν.

Κάθε φορά που βρίσκομαι γύρω του, μου έρχεται να κάνω ό,τι τρέλα μπορεί κανείς να κάνει. Αισθάνομαι μία περίεργη αυτοπεποίθηση, που ειλικρινά, δεν έχω ιδέα από πού πηγάζει. Κατεβαίνει από τη μηχανή και στρέφεται προς το μέρος μου, προκειμένου να πάρει το κράνος του.

Με περιεργάζεται για μερικά δευτερόλεπτα, όμως δεν λέει το παραμικρό. Δεν περίμενα να μου μιλήσει για να πω την αλήθεια. Ξεκινάει να περπατάει χαλαρά ανάμεσα στον κόσμο και προσπαθώ να τον προλάβω και προπάντων, να μην τον χάσω από τα μάτια μου.

«Έι ομορφόπαιδο! Αν το να χαθείς στο πλήθος είναι ένας τρόπος για να με ξεφορτωθείς... δεν πιάνει, να ξέρεις!» του φωνάζω και γυρίζει να με κοιτάξει. Θεέ μου! Νομίζω ότι... σχεδόν χαμογέλασε. Εντάξει, δεν ήταν ακριβώς χαμόγελο. Πιο πολύ... κούνησε τα χείλη του λιγάκι στα πλάγια.  Αλλά... χαμόγελο... όχι, δεν ήταν. Σιγά μην χαμογελούσε...

«Ομορφόπαιδο ακούω. Είχα αντιληφθεί ότι σου αρέσω... όμως δεν περίμενα να εκδηλωθείς τόσο γρήγορα...» μου αποκρίνεται και χτυπάω το κεφάλι μου,  σε ένδειξη απόγνωσης. Από αυτό που του είπα... φυσικά και θα σχολίαζε αυτήν τη λέξη!

«Μην παίρνει αέρα το κεφαλάκι σου... τριγύρω κυκλοφορούν πολλά μαναράκια. Είσαι ένας από τους πολλούς...» του απαντώ κλείνοντάς του το μάτι και προχωρώ προς το μέρος του.

«Βλέπω... πιστή στον γκόμενο...» μου λέει, καθώς περπατάμε ανάμεσα στον κόσμο. Τα τσιπουράδικα, τα μαγαζιά και οι καφετέριες, είναι συνωστισμένες. Είναι κάθε βράδυ, τόσο 'ζωντανό' το μοναστηράκι;
Προς στιγμήν, ξεχνάω για ποιον μιλάει, όμως, όταν καταλαβαίνω πού αναφέρεται... ξεροκαταπίνω.

The RockerWhere stories live. Discover now