Ύστερα από μια μέρα άρχισαν οι ετοιμασίες για το ταξίδι. Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα, που δεν της έλειπαν βέβαια οι ευωδιές της Άνοιξης. Η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου γκαζόν μπλεκόταν αρμονικά με αυτήν της βροχής κι έμπαιναν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαρας καθώς έφτιαχνα τη βαλίτσα μου, έχοντας για συντροφιά την κόρη μου, η οποία μου έφτιαχνε τη διάθεση με τα τραγούδια και τον αθώο της ενθουσιασμό για το πρώτο της ταξίδι.
«Μανούλα, που είναι η Κρήτη;» Ρώτησε η μικρή, παίζοντας με μια παχιά, σμαραγδί κορδέλα που χρησιμοποιούσα ως ζώνη συνήθως. Χαμογέλασα στην άγνοια της και άφησα κάτω το πουκάμισο που κρατούσα στα χέρια μου. Γονάτισα κοντά στη θέση της στο κρεβάτι και χάιδεψα τα όμορφα ανοιχτά καστανά μαλλάκια της. Τα όλο εύλογη περιέργεια πράσινα μάτια της με κοίταξαν περιμένοντας μιαν απάντηση στο ερώτημα της. Της χαμογέλασα στοργικά και κράτησα τα χεράκια της στα δικά μου.
«Η Κρήτη είναι το μέρος που γεννήθηκα. Από εκεί κατάγομαι εγώ, επομένως κι εσύ. Είναι ένα όμορφο νησί, με θάλασσα και καταπράσινα βουνά.» Άρχισα να της εξηγώ, με τις εικόνες ακόμα φρέσκες στο μυαλό μου κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια. Αυτή η θάλασσα και αυτά τα βουνά με είχαν μεγαλώσει, μέσα τους είχαν μείνει χαραγμένες αναμνήσεις, εκεί είχα βρει ξανά τον εαυτό μου μετά από τέσσερα καταστροφικά χρόνια πολέμου. Και ίσως εκεί να τον έβρισκα ξανά, μαζί με τον χαμένο μου έρωτα. «Έχει και πολύ όμορφα λουλούδια, σαν εσένα.» Συνέχισα, χαϊδεύοντας το μάγουλο της κι εκείνη γέλασε ντροπαλά.
«Εκεί βρήκες πάλι και τον μπαμπά;» Ρώτησε με τα μαγουλάκια της να αποκτούν ένα όμορφο ροδαλό χρώμα κι ένα ανέμελο γέλιο γλίστρησε από τα χείλη μου. Ο Ντίλαν της είχε ήδη μιλήσει για το νησί και για τη συνάντηση μας εκεί, δημιουργώντας το δικό του παραμύθι με εμάς πρωταγωνιστές.
«Ναι αγάπη μου, εκεί.» Απάντησα και σηκώθηκα από τη θέση μου για να συνεχίσω το συμμάζεμα της βαλίτσας με την ελπίδα να αναγεννιέται μέσα μου. Εκεί θα βρισκόμασταν ξανά, θεωρητικά τουλάχιστον, ωριμότεροι και έχοντας ζήσει μαζί τόσα χρόνια. Για μια φορά, το παρελθόν θα θεράπευε την τραυματισμένη μας σχέση.
Προς μεγάλη μου έκπληξη- κι ανακούφιση ο Ντίλαν είχε δεχτεί να έρθει μαζί με εμένα και τη μικρή στην Κρήτη ενώ περίμενα να αρνηθεί. Μου φαινόταν πολύ διστακτικός όταν του το ανέφερα τη νύχτα που ακολούθησε την άφιξη του αδερφού μου, όταν είχαμε μείνει μόνοι μας στην κάμαρά μας μετά το δείπνο και μάλιστα, όσο αναπολούσαμε με τον Χάρη στο τραπέζι τις αναμνήσεις μας, παρατήρησα στιγμιαία πως είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Είχε μείνει σιωπηλός για αρκετά λεπτά, κοιτώντας το άδειο πιάτο μπροστά του και πραγματικά θα ήθελα να βρίσκομαι μέσα στο κεφάλι του να ακούσω τις σκέψεις του. Συνήθιζε να μου λέει τα πάντα, κάθε νέα σκέψη και ιδέα, όμως πια αυτό αποτελούσε παρελθόν. Ήθελα τον βοηθήσω, μα με το να είναι απόμακρος καταδίκαζε και τον εαυτό του μαζί με εμένα. Έστω, με καθησύχαζε πως αυτή τη συμπεριφορά διατηρούσε απέναντι σε όλους.
Τώρα, που θα επιστρέφαμε στα πάτρια εδάφη, εκεί που πραγματικά ο ερωτάς μας είχε αποκτήσει ρίζες καθώς είχαμε χτίσει αναμνήσεις στο μεσογειακό κλίμα της Κρήτης, κάποτε, που ήμασταν σταγόνες της αλμυρής θαλάσσης, φύλλα αειθαλούς δέντρου και πάχνη σε ψηλή κορφή. Το νησί που έκρυβε καλά τον έρωτα μας και αυτή την εποχή θα ήταν γεμάτο ζωντάνια και χρώματα με την Άνοιξη να το αγκαλιάζει. Οι αμυγδαλιές θα είχαν ανθίσει στην αυλή μας και θα άνθιζαν και στην καρδιά μας ξανά.
YOU ARE READING
Ο,τι και να είμαι
Historical FictionΤι συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι τον εχθρό σου; Η νεαρή Αθηνά Δασκαλάκη είναι νοσοκόμα κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στον Ερυθρό Σταύρο. Όμορφη, γενναία και δυναμική, θα την ερωτευτούν δύο υψηλόβαθμοι Γερμανοί, δύο αδέρφια. Ο μεγαλύτερος, ο...