Κεφάλαιο 40: 13.12.1943

1.5K 162 71
                                    

Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.

Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
- Μανόλης Αναγνωστάκης, 13.12.'43

----------

13 Δεκεμβρίου 1943

Πλέον όλα κυλούσαν στους ρυθμούς της προηγούμενης καθημερινότητας μου. Σπίτι, νοσοκομείο, σπίτι και μερικές μέρες επισκεπτόμουν και τον αδερφό μου στης Εύας, ο οποίος συνεχώς παραπονιόταν γιατί δεν άντεχε να ζει πια μέσα σε τέσσερις τοίχους. Ήθελε να βγει έξω και να αλωνίζει τους δρόμους μαζί με τους φίλους του και κυρίως να στήνει παγίδες τα βράδια σε Γερμανούς. Το μόνο που μπορούσα να κάνω εγώ ήταν να του φέρνω μαντάτα από την οργάνωση και να του λέω να κάνει λίγη παραπάνω υπομονή μέχρι να βρεθεί μια λύση με κάποια πλαστή ταυτότητα που μόνο ένα υψηλόβαθμο στέλεχος των SS μπορούσε να μου παραχωρήσει και περίμενα την κατάλληλη ώρα για να μιλήσω στον Λοχαγό.
Συχνά έβλεπα τον Φρανκ να περνά δήθεν τυχαία από το νοσοκομείο και απλώς ανταλλάσσαμε ένα βλέμμα και ένα χαμόγελο διακριτικά. Φαινόταν πως επιθυμούσε πάντα να έρθει να μου μιλήσει, όμως προσπαθούσα να τον αποφύγω, όχι γιατί είχα κάτι μαζί του, αλλά γιατί ακόμη δεν είχε λυθεί το μυστήριο της εξαφάνισης μου.

Τις δύο τελευταίες μέρες όμως, ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα. Ίσως ήταν η ιδέα μου λόγω των συνθηκών που ζούσαμε, όμως γινόταν όλο και πιο αντιληπτό το βράδυ που επέστρεφα από τη βάρδια μου. Δεν είχα αναφέρει κάτι πουθενά κι ας χτυπούσε η καρδιά μου σαν τρελή μόλις έβγαινα από το νοσοκομείο, μέχρι να φτάσω στη γειτονιά μου. Μέσα στο σπίτι τουλάχιστον ένιωθα ασφάλεια.

Το μόνο που με καθησύχαζε ήταν ότι ο Φρανκ θα βρισκόταν δίπλα μου ώστε να μην επιτρέψει να συμβεί κάτι κακό και τον ευγνωμονούσα γι' αυτό. Όμως δεν γινόταν να είναι συνεχώς πλάι μου και δεν ήθελα να τον συγχήσω με παραπάνω σκοτούρες.

Όπως και όλες τις νύχτες που δούλευα αργά, έτσι και σήμερα ήταν μεγάλη απόφαση να φύγω από το νοσοκομείο. Τελευταία είχα γίνει λίγο φοβητσιάρα όμως όχι αδίκως. Καληνύχτισα την Εύα και τη Γιάννα και με γοργά βήματα ξεκίνησα τον σύντομο αλλά τρομαχτικό δρόμο προς το σπίτι. Στον παραμικρό θόρυβο που διαπερνούσε την ησυχία της νύχτας ή σε κάποια ακαθάριστη σκιά που περνούσε μπροστά από τα μάτια μου, ταραζόμουν και επιτάχυνα το βήμα μου. Προσπάθησα να σκεφτώ ποιος θα μπορούσε να με παρακολουθεί και γιατί. Αφού δεν βρήκα μια λογική απάντηση, σκέφτηκα πως ίσως ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου και συνέχισα κάπως πιο αμέριμνη τον δρόμο μου. Μέχρι που κάποια στιγμή, ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει και ένα άλλο να μου κλείνει το στόμα ώστε να μη φωνάξω.
Άρχισα αμέσως να προβάλω αντίσταση, όμως τα δυνατά χέρια δεν έπαυαν να με κρατούν δέσμια τους.

Ο,τι και να είμαιOnde histórias criam vida. Descubra agora