Κεφάλαιο 66: Μια ξενιτιά ο Κόσμος

700 55 73
                                    

Να φύγουμε,
της είπα
Ν

α κλεφτούμε.
Ξένος κι απόξενος,εγώ,
από ανάγκη,
κι αυτή ξενίτισσα απ' την αγάπη.
Μια ξενιτιά ο κόσμος,θα μας χώνευε.
Θα άνοιγε κάπου μια σπηλιά,να ξεχαστούμε.
Μπορεί και να αγαπούσε την αγάπη μας.
-Παντελής Μπουκάλας


----------

Μέχρι να ετοιμάσει η μητέρα μου το βραδινό, αποφάσισα να περάσω το υπόλοιπο της μέρας μαζί με τη Δέσποινα στο πατάρι, κρατώντας της συντροφιά και μιλώντας και οι δύο μας για τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Εκείνη πάρα τη κρυφή σχέση της με τον Γερμανό στρατιώτη, δεν είχε δραστηριοποιηθεί σε κάποια οργάνωση εξαιτίας της στενής παρακολούθησης από την οικογένεια της και κυρίως από τον αδερφό της ο οποίος φαινόταν πως κάτι είχε υποπτευθεί από τις συνεχούς εξόδους της αδερφής της. Όχι πως αν τα πράγματα είχαν αλλιώς θα πήγαινε αντάρτισσα στα βουνά όπως τόσες κοπέλες του τόπου μας, παρά ήταν καλό αναθρεμμένη για να κάνει κάτι τόσο παρακινδυνευμένο. Κάποια στιγμή η Δέσποινα θέλησε να ξαπλώσει και τότε την άφησα για μπορέσει να κοιμηθεί με την ησυχία της, ασφαλής πια από την οργή του Αχιλλέα.

Μιας και ο πατέρας μου έλειπε, ο Ντίλαν έμεινε ολημερίς στο σπίτι μας και αν τον έβλεπε κάποιος που δε γνώριζε την ιστορία του θα πίστευε πως αποτελούσε πράγματι μέλος της οικογένειας. Ακόμα και η αδερφή μου που ήταν η πρώτη φορά που τον αντίκριζε είχε γοητευτεί από τον ευγενικό χαρακτήρα του, απολαμβάνοντας να τον ακούει να μιλά για ώρες. Παρακολουθώντας τον στο τραπέζι, πρόσεξα πως ήδη είχαν αναπτύξει μία φιλική σχέση με τον αδερφό μου, ανταλλάσσοντας τις κοινές απόψεις τους και συζητώντας τις διαφορετικές τους, μιλώντας ζωηρά ακόμα και την ώρα του φαγητού με τον Χάρη να τον αντιμετωπίζει σαν να ήταν φίλος του παλιός από την οργάνωση, δίνοντας του ακόμα και το τελευταίο του τσιγάρο και πειράζοντας τον καλοπροαίρετα.

Τους χάζευα με ένα χαμόγελο νοσταλγικό, πάντοτε γνώριζα πώς αυτοί οι δύο θα τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους γιατί ο Χάρης ήταν αρκετά κοινωνικός, με χιούμορ και αυθόρμητος, στοιχεία που δεν έλειπαν ούτε από τον Ντίλαν. Έτσι όπως τους κοιτούσα, το χαμόγελο μου δεν άργησε να σβήσει από τα χείλη μου και να αντικατασταθεί με μια έκφραση θλιμμένη καθώς αργά και ύπουλα γλίστρησε στον νου μου η συνειδητοποίηση πως αυτή ήταν η πρώτη αλλά και ίσως η τελευταία φορά που τους έβλεπα έτσι καθώς δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να φύγουμε και μάλιστα σύντομα. Τη σκέψη αυτή διαδέχτηκαν μερικές ακόμα πιο επίπονες δημιουργώντας μου εικόνες που ένιωσα πως πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου. Δε θα χωνόμουν ξανά στην αγκαλιά της μάνας μου, δε θα έπλεκα ξανά τα μακριά μαλλιά της Ιωάννας ούτε θα ήμουν η πρώτη που θα της μιλούσε για τον πρώτο της έρωτα, δε θα βρισκόμουν στο πλάι της Εύα όταν γεννούσε, δεν θα άκουγα ξανά τα καλοπροαίρετα πειράγματα του Χάρη και θα έμενα μαλωμένη με τον πατέρα μου, έχοντας ντροπιάσει το όνομα του με τις πράξεις μου και ξεκινώντας μια παράδοση αίματος που κρατούσε για γενιές ολόκληρες.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora