Κεφάλαιο 83: Μέρες των Παθών

677 46 58
                                    

26 Απριλίου 1952, Ελλάδα, Χανιά Κρήτης

Η γλυκιά μέρα της επιστροφής... Ποτέ δεν περίμενα να απομακρυνθώ από τον τόπο μου και να επιστρέψω ύστερα από οχτώ χρόνια. Οι αναμνήσεις μου πάντα όμως ταξίδευαν πίσω στην πατρίδα νοσταλγικά κάνοντας με να αδημονώ για αυτή τη τόσο ξεχωριστή στιγμή. Και όταν επιτέλους η μέρα έφτασε, η αίσθηση δεν συγκρινόταν με καμία άλλη, τόσα μπερδεμένα συναισθήματα μέσα σε μια στιγμή δεν είχα αισθανθεί ξανά στη ζωή μου.
Η νύχτα πριν το ταξίδι πέρασε αργά, με το μυαλό μου και το σώμα μου να βρίσκεται ήδη στα Κρητικά ακρογιάλια, ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους. Ο ύπνος κατάφερε να με πάρει για δυο άστατες ώρες, τις οποίες εικόνες από πρόσωπα γνώριμα εμφανίζονταν πίσω από τα βλέφαρά μου. Παρ' όλα αυτά δεν ξύπνησα καθόλου κουρασμένη αλλά ανυπόμονη και γεμάτη ενθουσιασμό για το ταξίδι.

Η ώρα περνούσε τόσο γρήγορα που για εμένα μέχρι πριν λίγα λεπτά παίρναμε το πρωινό μας με τον Ντίλαν, τον Χάρη και την μικρή στη κουζίνα μας στο σπίτι μας στο Βερολίνο. Στο μυαλό μου δεν υπήρχε απόκλιση τεσσάρων ωρών από εκείνη τη στιγμή μέχρι τώρα, που βρισκόμασταν μέσα στο αμάξι του Χάρη με προορισμό τα Χανιά.
Καθόμουν στην θέση του συνοδηγού και δεν μπορούσα στιγμή να μείνω σταθερή στο κάθισμα μου όσο οδηγούσε. Κοιτούσα μόνο έξω από το κλειστό παράθυρο την γκρίζα θάλασσα, σκεπασμένη από τα μουντά σύννεφα που κάλυπταν τον ουρανό και τα ψηλά βουνά που αχνοφαίνονταν στο βάθος. Από το μισάνοιχτο παράθυρο εισχωρούσε η ευωδιά του πεύκου συνδυασμένη με αυτή της αλμύρας της θάλασσας. Η καρδιά μου είχε συνδυάσει αυτές τις εικόνες και τις μυρωδιές με το σπίτι και χτυπούσε τρελά στο στήθος μου από ενθουσιασμό.
Ξεφύσησα για να ηρεμήσω τα έντονα συναισθήματά μου, προκαλώντας ταυτόχρονα τον Χάρη να γελάσει ελαφρά.

«Αθηνά μου, μπορείς να ηρεμήσεις. Είναι απλώς ο μπαμπάς και η μαμά.» Είπε ο Χάρης με ένα τρυφερό χαμόγελο, παρατηρώντας τις νευρικές κινήσεις μου. Ο αδερφός μου φαινόταν αρκετά ευδιάθετος παρ' ότι χρειάστηκε να ξυπνήσει τα ξημερώματα για να ετοιμαστούμε για το ταξίδι. Συνήθως δεν θα μιλούσε πολύ και τις φορές που θα το έκανε θα παραπονιόταν για το κάθε τι σαν μικρό παιδί, όμως στις έξι που έπρεπε να φύγουμε, κατέβηκε φροντισμένος, κρατώντας στην αγκαλιά του την μικρή γεμίζοντας το σπίτι με γέλια και χαρούμενες φωνές. Έπρεπε φυσικά να αναλογιστώ πως στα τόσα χρόνια που είχα να τον δω, ο αδερφός μου θα είχε ωριμάσει και ο χαρακτήρας του θα είχε μεστώσει. Εξάλλου ήταν οικογενειάρχης πια και ασχολιόταν με τα κτήματα του πατέρα μας εκτός από την πολιτική που πάντα λάτρευε. Θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον αδερφό μου ξανά από την αρχή, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου στον χρόνο που θα μέναμε εδώ.

Ο,τι και να είμαιOnde histórias criam vida. Descubra agora