12 Οκτωβρίου 1944
Ξύπνησα με καλή διάθεση σήμερα το πρωί, πράγμα παράλογο για εμένα που πάντοτε άνοιγα τα μάτια μου με δυσκολία το πρωί. Σήκωσα το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και τέντωσα τον κορμό μου κι τα χέρια μου προσπαθώντας να στρώσω τα αναστατωμένα μαλλιά μου από τον ύπνο. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο και εντύπωση μου έκανε που ξύπνησα μόνη μου από τις έξι και είκοσι και μάλιστα με τόση όρεξη.
Αποτίναξα τα σκεπάσματα από πάνω μου με μια κίνηση και κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι. Τα πέλματα μου ήρθαν σε επαφή με το κρύο, ξύλινο δάπεδο και σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να ανοίξω τις σκούρες κόκκινες κουρτίνες για να μπει φως στο χώρο. Μισόκλεισα τα μάτια μόλις ο ήλιος έλουσε το δωμάτιο με τις αχτίδες του. Αν και μέσα φθινοπώρου, η σημερινή μέρα φαινόταν πως θα ήταν ηλιόλουστη, δίχως γκρίζα σύννεφα να απειλούν τον ουρανό.
«Όμορφη μέρα σήμερα.» Μονολόγησα και στηρίχθηκα με τους αγκώνες μου στο περβάζι κοιτώντας πέρα προς την Ακρόπολη. Μόλις το βλέμμα μου όμως έπεσε επάνω στην σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό που ανέμιζε με θράσος, το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη μου. Τέσσερα χρόνια πολέμου προς το παρόν, 1.600 κάτι μέρες, που θα έλεγε και ο Ζήσης, ο οποίος μετρούσε τις μέρες μια- μια από τον Απρίλη του 1941. Ακόμα υπόδουλη Ελλάδα, όμως εμείς αντιστεκόμασταν, και θα συνεχίζαμε μέχρι θανάτου.
Μέχρι θανάτου... Αναλογίστηκα πόσες φορές είχα φτάσει κοντά στον θάνατο και άλλες τόσες που είχα γλιτώσει. Η ακόμη γδαρμένη πλάτη μου το μαρτυρούσε αυτό, ενθύμιο μου από την πρώτη μέρα στην Γκεστάπο, την πρώτη εφιαλτική μέρα που το δέρμα μου έμοιαζε με μια μάζα από αίμα και κόκαλα. Νόμιζα πως θα άφηνα την τελευταία μου πνοή εκείνη την μέρα, όμως οι αντοχές μου με είχαν διαψεύσει.
Δεν άφησα τις μαύρες αναμνήσεις του παρελθόντος να μου χαλάσουν την διάθεση. Σφάλισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα. Άνοιξα το παράθυρο μου για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα του δωματίου μου και να μπει η δροσερή αύρα του πρωινού. Ανατρίχιασα στην επαφή της πρωινής δροσούλας με τα γυμνά μου μπράτσα, όμως αυτό δεν με πτόησε να βγάλω τα χέρια μου έξω και να σκύψω ελαφρώς για να κόψω ένα κλαράκι από την λεμόνια μας γεμάτο λεμονανθούς. Η γλυκιά ευωδιά τους με πλημμύρισε και αμέσως η διάθεση μου έφτιαξε.
Εφόσον είχα ξυπνήσει νωρίς, είχα περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου μέχρι να πάω στην δουλειά. Για να μην κυλήσει η ώρα όμως στη σιωπή, άρχισα να τραγουδάω ένα τραγούδι που άκουγα συχνά την Γιάννα να τραγουδά από τον τόπο της που της το είχε μάθει η γιαγιά της.
ESTÁS LEYENDO
Ο,τι και να είμαι
Ficción históricaΤι συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι τον εχθρό σου; Η νεαρή Αθηνά Δασκαλάκη είναι νοσοκόμα κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στον Ερυθρό Σταύρο. Όμορφη, γενναία και δυναμική, θα την ερωτευτούν δύο υψηλόβαθμοι Γερμανοί, δύο αδέρφια. Ο μεγαλύτερος, ο...