Κεφάλαιο 82: Όποιος ξέρει να αγαπά ξέρει και να χωρίζει

785 57 83
                                    

Ο καπνός γλίστρησε από τα χείλη μου καθώς χαμήλωσα ελαφρώς τα μαύρα γυαλιά ηλίου μου για να παρατηρήσω καλύτερα τον κόσμο που περνούσαν από μπροστά μου στη κατάμεστη Alexanderplaz. Ένα τέτοιο ηλιόλουστο μεσημέρι Σαββάτου ήταν σύνηθες η μεγαλύτερη πλατεία του Βερολίνου να βουλιάζει από κόσμο που απολάμβανε την Άνοιξη που μόλις είχε μπει. Παιδιά έτρεχαν από εδώ και από εκεί ξέγνοιαστα, περνώντας δυο μέρες ελευθερίας πριν επιστρέψουν στη σχολική τους ρουτίνα, όπως και οι ενήλικες στο κουραστικό τους πρόγραμμα.
Καθώς περίμενα το ραντεβού μου, έχοντας παραμερίσει σε μια γωνιά του δρόμου, έστρεψα το πρόσωπό μου προς τον ήλιο. Όσα χρόνια ζούσα στη Γερμανία ποτέ δεν κατάφερα να νιώσω τη θέρμη που χάριζε ο ήλιος της Ελλάδας τέτοια εποχή στο δέρμα μου. Ίσως ποτέ δεν ήταν αυτός ο ξένος τόπος σπίτι μου όσο κι αν προσπαθούσα να προσαρμοστώ. Πάντοτε κάτι έμοιαζε παράταιρο και πιθανόν η άρνηση μου να το παραδεχτώ με έκανε δυστυχισμένη. Το μόνο ζήτημα που με ανησυχούσε ήταν πως μπορεί να το είχα καταλάβει πολύ αργά.

Είχα αποφασίσει την τελευταία μου μέρα στη Γερμανία να κλείσω κάποιες υποθέσεις που για καιρό με εμπόδιζαν να συνεχίσω τη ζωή μου μαζί με τον άντρα και το παιδί μου. Παραιτήθηκα από τη δουλειά, χαιρέτησα τα πεθερικά μου και την κουνιάδα μου και τώρα ήταν η σειρά ενός ατόμου που σήμαινε πολλά στη ζωή μου από την πρώτη στιγμή που τον είχα γνωρίσει. Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν μια απόφαση αναγκαία κυρίως γιατί μου είχαν λείψει τα πάτρια εδάφη και τα αγαπημένα πρόσωπα των συγγενών και των φίλων μου. Και επιτέλους ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια θα αντάμωνα ξανά με τον πατέρα μου που το φευγιό μου μας είχε αναγκάσει να χωρίσουμε τόσο βίαια. Μια ελπίδα μέσα μου ψιθύριζε πως μόλις με έβλεπε ξανά θα ανάρρωνε σταδιακά κι όσο αφελής κι αν ήταν αυτή η σκέψη ήθελα να την κρατήσω καλά φυλαγμένη μέσα μου.
Η δεύτερη, επίσης σημαντική ελπίδα μου, ήταν να διορθωθεί το χάσμα που υπήρχε μεταξύ εμού και του Ντίλαν και να γεμίσει με την αγάπη και το πάθος που ακόμα σιγόκαιγε μέσα μας σε κάθε τυχαίο άγγιγμα και απλώς έπρεπε να αναδυθεί ξανά.

Ο αέρας μου μετέφερε ένα γνώριμο αρρενωπό άρωμα από την αντίθετη μεριά του δρόμο από την οποία κοιτούσα. Στρέφοντας το κεφάλι μου, η ματιά μου αντάμωσε με τα μελαγχολικά γαλανά μάτια του Φρανκ, τα οποία γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο του Μαρτίου. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα από το διακριτικό βοριαδάκι και ένα στωικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χαρακτηριστικά του καθώς στάθηκε κοντά μου.

Ο,τι και να είμαιTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang