Κεφάλαιο 54: Γενναία Κορίτσια

1.4K 157 125
                                    

Σ' αγαπάω μ' ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
- Οδυσσέας Ελύτης

----------

Αφού πήραμε ένα φτωχικό πρωινό, έδωσα εξήγηση στη μαμά πώς θα έπαιρνα την Ιωάννα μαζί μου στο νοσοκομείο ώστε να την αφήσω να ξεκουραστεί και εκείνη συμφώνησε με βαριά καρδιά. Ένιωσα άσχημα που της έλεγα ψέματα, γιατί ήξερα πως έχοντας στο πλάι της καθημερινά την Ιωάννα ένιωθε πιο ήρεμη, ενώ τώρα το μυαλό της θα έτρεχε συνέχεια σε εκείνη, αλλά είχα υποσχεθεί στη μικρή να πάμε στο Χαϊδάρι το πρωί. Οι ώρες επισκεπτηρίου ήταν εννιά με δώδεκα το μεσημέρι, αρκετά βολικό για εμένα που έπιανα δουλειά μετά τις δώδεκα.

Η αδερφή μου έδειχνε ιδιαίτερα χαρούμενη μιας και θα έβλεπε ξανά το αγόρι που της άρεσε και θα έβγαινε μετά από καιρό από το σπίτι. Για λόγους ασφαλείας, της είπα να αφήσει τα μαύρα μαλλιά της κάτω, ώστε να κρύβουν όπως, όπως το πρόσωπο της και μην κινδυνέψει και την αναγνωρίσει κάποιος. Εγώ φόρεσα την στολή μου και έκανα τα μαλλιά μου δύο μακριές πλεξούδες. Είχαν μακρύνει ακόμα περισσότερο με αποτέλεσμα να φτάνουν μέχρι την μέση μου, όμως καθέτως αρνιόμουν να τα κόψω, παρ' όλο που δεν με βόλευαν τόσο στη δουλειά κυρίως. Αν και ίσως θα έπρεπε, αν λάβουμε υπ όψιν τις πράξεις μου...

Μόλις φτάσαμε έξω από το στρατόπεδο, βρήκαμε τους Γερμανούς σκοπούς να καπνίζουν και να γελούν με ένας Θεός ξέρει τι. Τράβηξα με αποστροφή το βλέμμα μου και έσφιξα τον ώμο της αδερφής μου ώστε να τους προσπεράσουμε βιαστικά. Ευτυχώς κι άλλος κόσμος έμπαινε και καταφέραμε να ξεφύγουμε από τα αδηφάγα βλέμματά τους.

«Δεν θα αφήσουν και τις δύο μας μέσα. Αναγκαστικά θα μπεις μόνη...» Είπα κοιτώντας την ανήσυχα. «Να προσέχεις τι θα του πεις...» Είπα σιγανά, κοιτώντας την στα μάτια με νόημα και εκείνη χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας.

«Μην ανησυχείς, ξέρω!» Είπε με συγκρατημένο ενθουσιασμό και ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου μπαίνοντας στο κτήριο που κάποτε ήταν η φυλακή μου. Στη σκέψη αυτή ανατρίχιασα, δεν ήθελα η αδερφή μου να περάσει όσα εγώ.

Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου και έβγαλα από την τσέπη της στολής μου ένα τσιγάρο, το οποίο άναψα με ένα σπίρτο και άφησα τον ανοιξιάτικο ήλιο να με ζεστάνει.
Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσα να ηρεμήσω τον εαυτό μου και νευρικά δάγκωνα το εσωτερικό του μάγουλο μου. Κι αν κάποιος Γερμανός αναγνώριζε την αδερφή μου; Το βλέμμα μου πήγαινε νευρικά δεξιά κι αριστερά και σχεδόν τρομοκρατήθηκα μόλις αντίκρισα τον Κόβατς να περνά από δίπλα μου, σέρνοντας μαζί του τον Ναπολέοντα, λογικά από την απομόνωση.

Ο,τι και να είμαιOnde histórias criam vida. Descubra agora