Κεφάλαιο 38: Πίσω στο σπίτι

1.6K 173 85
                                    

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
- Γιάννης Ρίτσος

----------

«Αθηνά... Αθηνά, ξύπνα!» Με έβγαλε από τον ύπνο η φωνή και το ταρακούνημα του Φρανκ στον ώμο μου και με δυσκολία άνοιξα τα καστανά μου μάτια για να αντικρίσω τα γαλανά δικά του που ξεχώριζαν στο σκοτάδι της κάμαρας. Μου χαμογέλασε και χάιδεψε τα ανακατεμένα μαλλιά μου, ενώ εγώ έκανα να σηκωθώ όμως το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά, οπότε αποφάσισα να μην κουνηθώ.

«Τι ώρα είναι;» Ρώτησα νυσταγμένα και ο Φρανκ σηκώθηκε για να ανοίξει τις κουρτίνες. Μισόκλεισα τα μάτια στο φως του πρωινού και παρέμεινα ξαπλωμένη στο μαξιλάρι μου. Δεν είχα καμία όρεξη να σηκωθώ ακόμα.

«Εφτά και τέταρτο.» Είπε ο Λοχαγός κοιτώντας το ρολόι του και εγώ γύρισα μπρούμυτα με δυσφορία χώνοντας το πρόσωπο μου στο μαξιλάρι. Χθες βράδυ είχαμε κοιμηθεί τα ξημερώματα, εκείνος τουλάχιστον γιατί εγώ δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, με όλες τις τύψεις να τριβελίζουν στο μυαλό μου.

«Νυστάζω.» Απάντησα απλώς και έκλεισα ξανά τα μάτια. Όμως ο Φρανκ δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Άρπαξε τα ζεστά σκεπάσματα και τα τράβηξε από πάνω μου, φανερώνοντας τη γυμνή μου πλάτη και τους γλουτούς μου. «Είσαι αγενέστατος» Αναφώνησα και έκανα να σηκωθώ, όμως αμέσως σκέφτηκα πως δεν είχα με τίποτα να καλυφτώ. Ο Φρανκ γέλασε και κάθισε δίπλα μου, χαϊδεύοντας τους ώμους και την πλάτη μου.

«Λατρεύω το σώμα σου.» Ψιθύρισε γλυκά και φίλησε τον δεξί μου ώμο. Ύστερα ακολούθησε μια μεγάλη παύση και ενώ νόμιζα πως τελικά θα με άφηνε όντως να κοιμηθώ, εκείνος όμως με ξάφνιασε, δίνοντας μου ένα χαστούκι στα οπίσθια, όμως εγώ δεν είχα δύναμη ουτε να παραπονεθώ. Τότε ένιωσα να σηκώνεται από δίπλα μου και ευχήθηκα να είχε αλλάξει γνώμη. «Έλα, σήκω.» Είπε εν τέλει και ξαφνικά η φωνή του είχε γίνει πιο βαριά και απότομη, αλλάζοντας εντελώς διάθεση.

«Να πάω που;» Ρώτησα καθώς στηρίχθηκα στους αγκώνες μου και γύρισα να τον κοιτάξω. Είχε απομακρυνθεί από κοντά μου και στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη στρώνοντας τα ανοιχτά καστανά μαλλιά του με τα χέρια του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του όπως συνήθιζε.

«Μπορείς μια φορά να υπακούσεις και να μην κάνεις ερωτήσεις; Σήκω γιατί θα αργήσω.» Μου είπε αυστηρά σαν να ήθελε να ξεχαστεί η προηγούμενη τρυφερή του προσέγγιση.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora