Κεφάλαιο 34: Φόνισσα

1.7K 168 94
                                    

Την επόμενη μέρα, ο Φρανκ με βοήθησε με όλες τις ετοιμασίες για το επικίνδυνο επιχείρημα μου. Μάλιστα μου βρήκε και ένα φόρεμα, μαύρο με γιακά, κουμπιά στο στήθος και φούστα που έφτανε μέχρι πάνω από το γόνατο μου. Ούτε που ρώτησα πως και που το βρήκε, ο νους μου ήταν συγκεντρωμένος μόνο σε ένα στόχο. Φόρεσα μετά από καιρό το αγαπημένο μου κόκκινο κραγιόν κι ας μην είχε επουλωθεί ακόμη η πληγή στα χείλη μου. Με την πρώτη ματιά σχεδόν δεν καταλάβαινε κάποιος τι είχα περάσει. Οι εκδορές ήταν κυρίως εσωτερικές, όχι εξωτερικές.

«Πάρε αυτό.» Είπε ο Φρανκ αφού με άφησε ένα στενό πιο κάτω από το πατρικό της Άννας Μαρίας και μου έδωσε ένα πιστόλι. Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και το έσπρωξα με το χέρι μου

«Καλύτερα όχι. Αν το έχω επάνω μου θα είμαι σφιγμένη και θα καταλάβει πως κάτι πάει στραβά.» Εξήγησα κι εκείνος με κοίταξε με τα γαλανά του μάτια με έγνοια.

«Θα είμαι απ' έξω ότι κι αν χρειαστείς, δε θα κινδυνέψεις στιγμή.» Χάιδεψε τα μαλλιά μου κι εγώ αποφασιστικά πάτησα το πόδι μου έξω από το αμάξι και ξεκίνησα να περπατάω ως την εξώπορτα. Ο Φρανκ πάνω- κάτω ήξερε το πρόγραμμα που ακολουθούσε ο Νικήτας, οπότε γνώριζε πως πριν λίγη ώρα είχε επιστρέψει σπίτι. Ήταν περασμένες δώδεκα και ήξερα πως οι γονείς τους είχαν φύγει για την επαρχία, οπότε πλέον σε αυτό το σπίτι ζούσε μόνος του. Το μόνο που φοβόμουν ήταν μήπως τον είχε επισκεφτεί κάποιος όμοιος του ή κάποια γυναίκα την συγκεκριμένη ώρα. Σε εκείνη την περίπτωση δεν είχα καμία απολύτως ιδέα πως θα έπραττα.
Μόλις στάθηκα στο κατώφλι, παρασυρμένη από την έξαψη και την αγωνία χτύπησα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη την πόρτα και ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να χαλαρώσω τον εαυτό μου. Πριν λίγες ώρες έδειχνα ιδιαίτερα ψύχραιμη γι' αυτό που πήγαινα να κάνω, όμως από την ώρα που ξεκινήσαμε με τον Φρανκ από το σπίτι του δεύτερες σκέψεις είχαν τρυπώσει στον νου μου.
Πια δεν είχα περιθώρια επιλογής, γιατί δίχως καμία καθυστέρηση, στο κατώφλι φάνηκε ο ψηλός άντρας και το βλέμμα του αφού με αντίκρισε αμέσως από υπεροπτικό άλλαξε και με κοίταξε λες και έβλεπε κάποιο φάντασμα.

«Αθηνά; Πώς...» Έκανε να πει μα έχασε τα λόγια του. Εγώ απλώς χαμογέλασα ελαφρώς.

«Γεια σου Νικήτα.» Απάντησα απλά, προσπαθώντας να διατηρήσω χαμηλό τον τόνο της φωνής μου για να μη φανεί η ταραχή μου.

«Πέρνα μέσα.» Είπε ακόμη σαστισμένος από την ξαφνική παρουσία μου. Παραμέρισε και εγώ πέρασα από μπροστά του νωχελικά, χωρίς να τον κοιτώ και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.

Ο,τι και να είμαιHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin