Κεφάλαιο 46: Τυχερή

1.6K 163 73
                                    

Όταν βλέπεις το τέρας και δεν τρομάζεις
να ανησυχείς
γιατί ίσως έχεις αρχίσει να του μοιάζεις
- Μάνος Χατζιδάκις

----------

Σχεδόν δεν παρακολουθούσε που πηγαίναμε, απλώς ο Νικήτας με έσερνε στον υγρό δρόμο και εγώ έτρεμα, από την ψυχρά και τον φόβο μου. Απ' όσα είχαν συμβεί στο μαγαζί είχα καταλάβει πως είχε χάσει κάθε όριο. Πλέον οι απειλές είχαν λάβει τέλος και πλέον έδειχνε πως εννοούσε όσα έλεγε. Ευχήθηκα μόνο, έτσι, για να μην χάσω κάθε ελπίδα, να συμβεί κάτι και να σωθώ.
Μέσα στο σκοτάδι πρόσεξα πως βρισκόμασταν στο πατρικό της Άννας Μαρίας και το δικό του. Στο μέρος δηλαδή που είχα αποπειραθεί να τον δολοφονήσω.
Ολόκληρο το σώμα μου είχε παραλύσει από τον φόβο και πλέον δεν ένιωθα ούτε την παγωνιά. Παρ' όλα αυτά, αυτή τη φορά δεν θα παρακαλούσα για την ζωή μου. Θα πάλευα για να την κρατήσω.

Με βία άνοιξε την πόρτα και με τράβηξε με δύναμη μέσα, με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στο στέρνο του καθώς ούτε και ο ίδιος λόγο της μέθης του δεν έλεγχε τις δυνάμεις του και αυτό με τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Το σκοτάδι που επικρατούσε τριγύρω με έκανε να τρομάζω περισσότερο.

«Κάτσε κάτω.» Είπε απότομα και σχεδόν με πέταξε επάνω στον καναπέ. Εκείνος έκλεισε την πόρτα και άναψε το φως. Το δωμάτιο έμοιαζε λες και ήταν εγκαταλελειμμένο για χρόνια. Άδεια μπουκάλια βρίσκονταν σκορπισμένα στον χώρο και γυαλιά υπήρχαν στην άκρη του δωματίου. Το σημείωσα νοητά στο μυαλό μου, μιας και θα μπορούσαν να μου χρησιμεύσουν ως αυτοσχέδιο όπλο. Στράφηκα ξανά στον ψηλό άντρα μπροστά μου, ο οποίος αφού έβγαλε το πιστόλι από την εσωτερική τσέπη του παλτό του το πέταξε στο πάτωμα και ακούμπησε το όπλο στο τραπέζι μπροστά μου. Πρόσεξα πως τα χέρια του ήταν λερωμένα με αίμα, το αίμα του αθώου νεαρού στο ουζερί.

«Γιατί σκότωσες αυτόν τον άντρα;» Ρώτησα με την φωνή μου να τρέμει. Σήκωσε το σκούρο βλέμμα του επάνω μου και έμεινε σταθερό σε εμένα, σαν να ρωτούσα κάτι αυτονόητο.

«Ρωτάς κι όλας; Σηκώθηκε και χόρεψε στην παραγγελιά μου. Δεν υπάρχει χειρότερη προσβολή από αυτό.» Είπε. «Εφόσον με ντρόπιασε έπρεπε να πεθάνει.» Μίλησε με πάθος και από την λάμψη στα μάτια του κατάλαβα πως πλέον είχε χάσει εντελώς το μυαλό του. Με πλησίασε αργά και κάθισε πλάι μου, ενώ εγώ μαζεύτηκα όσο μπορούσα στο κάθισμα μακριά του προσπαθώντας όσο μου επέτρεπαν τα όρια του χώρου να τον αποφύγω. «Έλα μικρό μου, δεν δαγκώνω...» Είπε καθώς σύρθηκε κοντά μου και κάλυψε με το κορμί του το δικό μου.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora