Όταν τελειώσαμε με το μαγείρεμα αποφάσισα να πάω μια βόλτα στην παραλία μόνη, μιας και ο καιρός ήταν γλυκός και ο ήλιος φώτιζε με τις τελευταίες του αχτίδες την πλάση, όμοια με το φως που είχε απλωθεί μέσα μου.
Από τα νέα που είχα μάθει και τη συναισθηματική φόρτιση της ημέρας, ένιωθα το σώμα μου μουδιασμένο, όμως τα πόδια μου με βαστούσαν ακόμα. Επιτάχυνα το βήμα μου, ανυπομονώντας να καθίσω στο ζεστό χαλίκι. Ακόμα ένας λόγος που με έκανε να θέλω να βρεθώ το γρηγορότερο στην μαγική σιωπή της θάλασσας ήταν η ελπίδα που έτρεφα μέσα μου, πως εκεί θα έβρισκα τον Ντιλαν. Ο πατέρας είχε γυρίσει μόνος από τα χωράφια, εξηγώντας πως ο Ντίλαν ήθελε να περπατήσει λίγο μόνος στο κέντρο, να γνωρίσει καλύτερα τον τόπο, χωρίς να τον κοιτά ο κόσμος με απέχθεια. Εξάλλου μοιάζει περισσότερο με Έλληνα παρά με Γερμανό.
Αφήνοντας λοιπόν τους υπόλοιπους να ξεκουραστούν, κατηφόρισα το στενό δρομάκι που οδηγούσε στη θάλασσα. Σε όλη τη γειτονιά, το μόνο που ακουγόταν ήταν το κελάηδισμα των πουλιών και το θρόισμα των φύλλων κι αν για λίγα δεύτερα κρατούσες την ανάσα σου μπορούσες να ακούσεις τα κύματα που έσκαγαν στο ακρογιάλι. Το απόγευμα ήταν ζεστό και μύριζε πασχαλιά, προμηνύοντας τη χαρμόσυνη είδηση της Ανάστασης. Το δειλινό ήταν ήσυχο και ταυτόχρονα μου δημιουργούσε μια αίσθηση αδημονίας για κάτι που ακόμα δεν γνώριζα.
Φτάνοντας στην παραλία, οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου με έλουσαν, ζεσταίνοντας το δέρμα μου. Ο αέρας παρέσυρε τα μαλλιά και το ύφασμα της φούστας μου, κάνοντας το να κυματίζει ανάλαφρα γύρω από τα γόνατά μου. Κράτησα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια στα χέρια μου και ατένισα το θέαμα που απλωνόταν μπρος στα μάτια μου. Η θάλασσα λαμπύριζε κάτω από τον ήλιο, έχοντας βαφτεί με τα μενεξεδιά χρώματα του δειλινού. Μερικές ψαρόβαρκες λικνίζονταν στον ρυθμό των κυμάτων και ο ουρανός δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Κι εκεί που τα κύματα έβρεχαν τα βότσαλα, στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας, όμορφος κι εκείνος, όπως το τοπίο που τον περιέβαλε.
Προχώρησα αργά προς το μέρος του, νιώθοντας ευχάριστα ζεστά τα πέλματά μου ενάντια στα βότσαλα.«Καλησπέρα.» Μίλησα απαλά, δίχως να θέλω η φωνή μου να διαπεράσει τον ήχο των κυμάτων. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του Ντίλαν, καθώς ίσως από το μυαλό του πέρασαν όσες στιγμές είχαμε περάσει στο ίδιο ακρογιάλι όσο ο έρωτάς μας ήταν κρυφός. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά πολλά είχαν αλλάξει από τότε. Εκτός από εμάς τους ίδιους. Παρατηρώντας τον λίγο καλύτερα, πρόσεξα τα ανάστατα καστανά μαλλιά του, που κάτω από τον ήλιο αποκτούσαν χάλκινες ανταύγειες, τα ευγενή χαρακτηριστικά του προσώπου του που είχαν γίνει μονάχα πιο αρρενωπά. Ακόμα και το ελαφρώς τσαλακωμένο, λευκό πουκάμισό του με τα ανασηκωμένα μανίκια ως τον αγκώνα ήταν ίδιο. Μόνο που αυτή τη φορά, τα δυνατά, γεμάτα φλέβες χέρια του δεν κρατούσαν ένα τσιγάρο, αλλά το φθαρμένο, δερμάτινο σημειωματάριο στο οποίο κρατούσε τις ιδέες του και στο οποίο είχα γράψει κι εγώ τα συναισθήματά μου.
أنت تقرأ
Ο,τι και να είμαι
أدب تاريخيΤι συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι τον εχθρό σου; Η νεαρή Αθηνά Δασκαλάκη είναι νοσοκόμα κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στον Ερυθρό Σταύρο. Όμορφη, γενναία και δυναμική, θα την ερωτευτούν δύο υψηλόβαθμοι Γερμανοί, δύο αδέρφια. Ο μεγαλύτερος, ο...