Κεφάλαιο 43: Προδοσία

1.7K 171 92
                                    

Αφού συνήλθα από το σοκ, σηκώθηκα από την καρέκλα με προσοχή γιατί ζαλιζόμουν ακόμη. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σκούπισα τα δακρυσμένα μάτια μου με τις παλάμες μου. Ένιωθα βρώμικη και κατέπνιξα την ανάγκη μου να κάνω εμετό. Κοίταξα τριγύρω μου τον χώρο ο οποίος χρειαζόταν συγύρισμα, όμως δεν είχα τη δύναμη ούτε μια καρέκλα να σηκώσω.

Ξαφνικά, άκουσα την πόρτα της κουζίνας να ανοίγει και με τρόμο μήπως ήταν κάποιος Γερμανός, σήκωσα το βλέμμα απότομα. Όμως με ανακούφιση πρόσεξα πως ήταν ο αδερφός μου που με κοιτούσε θλιμμένος. Βλέποντας με σε αυτή την κατάσταση, έτρεξε και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Νιώθοντας ασφάλεια και σιγουριά, άρχισα ξανά να κλαίω σιωπηλά στον ώμο του Χάρη.

«Συγχώρεσε με αδερφούλα... Εγώ ευθύνομαι για όλα.» Είπε καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά για να με ηρεμήσει. «Αυτός ο σατανάς... Δεν θα μας αφήσει σε χλωρό κλαρί.» Η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος και όταν τραβήχτηκα απρόθυμα από την αγκαλιά του τον κοίταξα στα μάτια και τρόμαξα από την μανία που καθρεφτιζόταν σε αυτά.

«Χάρη τι θα κάνουμε;» Ρώτησα αδύναμα. Είπα και σκούπισα ξανά τα υγρά μου μάτια. «Με παρακολουθούσε εδώ και κάτι μήνες. Αυτός πρέπει να ήταν. Κι αν είδε που σε κρύβαμε θα στραφεί και στους γονείς της Εύας... Θα μας σκοτώσει όλους.»

«Όχι αν προλάβω να τον σκοτώσω εγώ...» Απάντησε ψυχρά, όμως αμέσως το βλέμμα του μαλάκωσε. «Γιατί δεν μου το 'πες; Λέρωσες τα χέρια σου με το αίμα αυτού του κόπανου...» Είπε και πήρε τα παγωμένα χέρια μου στα ζεστά δικά του. «Αυτός σε άγγιζε και εγώ δεν έκανα τίποτα...» Είπε οργισμένος κοιτώντας το κενό. Για να μην τα βάζει με τον εαυτό του, πήρα το πρόσωπο του στα χέρια μου και τον κοίταξα στα μάτια.

«Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Είχε όπλο και στη χειρότερη περίπτωση να καταλήγαμε νεκροί και οι δύο.» Τον ενημέρωσα με σιγουριά κοιτώντας τον στα μάτια. «Πάμε σπίτι τώρα σε παρακαλώ...» Είπα αποκαμωμένη και ο αδερφός μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι πριν με βοηθήσει να σηκωθώ.

«Δεν θα γλιτώσει αυτή τη φορά.» Είπε αποφασιστικά. «Έπρεπε να μου το πεις ότι σε ατίμασε.» Είπε και με τράβηξε κοντά του καθώς βγαίναμε έξω στο κρύο. Με βοήθησε μόνο να φορέσω το παλτό μου πριν αρχίσω να τρέμω και ύστερα με πήρε στην αγκαλιά του ξανά ώστε να με κρατήσει ζέστη. «Και ο Μάνος έφυγε να σώσει τον εαυτό του φυσικά...» Μουρμούρισε καθώς προχωρούσαμε. «Άσε και έχω πολλά ράμματα και για τη δική του γούνα.» Έσμιξα τα φρύδια ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματα που θα μας δημιουργούσε ο Νικήτας.

Ο,τι και να είμαιWhere stories live. Discover now