Κεφάλαιο 16: Διπλωματία

2K 196 62
                                    

Έτσι λοιπόν, αφού με ευκολία πήρα άδεια από τον κύριο Αντωνίου, πήγα με την μητέρα μου σπίτι, ώστε να την αφήσω και να αλλάξω ρούχα. Με τον Ντίλαν κανονίσαμε να βρεθούμε στο νοσοκομείο όπου θα με περίμενε στο αμάξι που του είχε παραχωρηθεί ως Υπολοχαγός. Προνόησε να περιμένει στο πίσω μέρος, όπου εκεί δύσκολα θα υπήρχε κόσμος να με δει. Τα πόδια μου έτρεμαν και ένιωθα πως από στιγμή σε στιγμή η καρδιά μου θα σταματούσε να χτυπά όση ώρα ο Ντίλαν οδηγούσε. Προσπαθούσε συνεχώς να με καθησυχάσει με τα λόγια του και σχεδόν τα κατάφερε, μέχρι που φτάσαμε στην περιοχή και έξω από τις φυλακές. Ο αγαπημένος μου τότε, πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του και με κοίταξε ενθαρρυντικά στα μάτια.

«Μόλις μπεις, να πεις πως με γνωρίζεις, εντάξει;» Ρώτησε χαϊδεύοντας τις παριές μου με τους αντίχειρες του και εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκα ακόμα περισσότερο.

«Δεν θα με αφήσεις να παω μόνη μου, έτσι;» Ρώτησα με τρεμάμενη φωνή και εκείνος χαμογέλασε ελαφρώς στον πανικό μου

«Θα δώσουμε στόχο άμα μπούμε μαζί. Μην ξεχνάς πως μέσα εκεί έχει συμπατριώτες μας, οπότε αν σε δουν μαζί μου ίσως τους φανεί λίγο αλλόκοτο.» Μου εξήγησε, όμως εγώ είχα συγκινηθεί από τον πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποίησε όταν αναφέρθηκε στους φυλακισμένους Έλληνες που βρισκόταν εκεί αδίκως. Είχε δεθεί πια με τη δεύτερη πατρίδα του και αυτό οφειλόταν σε εμένα. «Έτσι κι αλλιώς πιστεύω σε εσένα, είσαι δυναμική και θα τα καταφέρεις.» Είπε και ήρθε κοντά για να μου δώσει ένα τρυφερό φιλί απ' το οποίο πήρα όση δύναμη χρειαζόμουν. Ύστερα απομάκρυνε τα χείλη του και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό μου. «Βέβαια, φοβάμαι πως θα σε λιγουρεύονται όλοι εκεί μέσα με αυτό το φόρεμα που φοράς.» Είπε παιχνιδιάρικα και εγώ χαμογέλασα. Είχα επιλέξει ένα υφασμάτινο, μπορντό φόρεμα, με κοντό μανίκι και μπούστο που έκλεινε κάτω από το λαιμό μου σε ένα ντελικάτο γιακά. Η φούστα του έφτανε κάτω ακριβώς από το γόνατο και κινούταν αέρινη γύρω από τα πόδια μου όποτε περπατούσα.

«Αν όλα πάνε καλά, ίσως να είσαι εσύ ο τυχερός.» Τόλμησα να πω και αμέσως ένιωσα τα μάγουλα μου να φλέγονται από αυτό που ξεστόμισα. Όλον αυτόν τον καιρό είχαμε μείνε στα φιλιά και στα απλά χάδια, τα οποία δεν χορταίναμε, όμως πάντα υπήρχε η δίψα για κάτι παραπάνω. Ο Ντίλαν χαμογέλασε πονηρά και μου έδωσε ένα απαλό φιλί ακόμα ως απάντηση.

«Θα περιμένω εδώ, αν και νομίζω πως ο αδερφός σου θα προτιμούσε να γυρίσει με τα πόδια απ' το να μπει σε δικό μου αμάξι.» Είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου καθώς έσφιξε το τιμόνι στις γροθιές του. Εγώ χαμήλωσα το κεφάλι δίχως να έχω κάτι να πω μιας και είχε δίκιο. «Έλα, μη μου συννεφιάζεις. Θα σε περιμένω στο γραφείο μου να μου πεις τις εξελίξεις αν και ξέρω πόσο δε σου αρέσει να έρχεσαι εκεί.» Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και εγώ τον κοίταξα μια τελευταία φορά πριν βγω από το αμάξι του.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora