«[...] Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;»
- Μαρία ΠολυδούρηΒερολίνο, 3 Ιανουαρίου 1950
Το αμυδρό φως που έλουσε το δωμάτιο με έκανε να γυρίσω πλευρό και να γκρινιάξω, τραβώντας τα σκεπάσματα πιο κοντά στο στήθος μου. Η Κλάρα, η αδερφή του Ντίλαν, με αισιοδοξία έλεγε πάντα όταν είχε ήλιο πως το φως του θα μου θύμιζε την πατρίδα μου, όμως δεν ήταν το ίδιο. Πρέπει κάποιος να επισκεφθεί την Ελλάδα για να ανακαλύψει πως το θείο δώρο του ήλιου δεν θύμιζε σε τίποτα το αδύναμο, αρρωστημένο των Δυτικών χωρών, που έμοιαζε με αυτό των φανοστατών που στόλιζαν τους δρόμους τη νύχτα κι έδιωχναν με το κιτρινωπό φως τους την ομίχλη.
Οι Γερμανία όμως είχε τις δικές της γοτθικές ομορφιές όπου έστρεφες το βλέμμα σου, που όμοιες τους δεν είχα δει ξανά. Από χθες το βράδυ είχε αρχίσει να χιονίζει μάλιστα και ο Ντίλαν μου υποσχέθηκε πως το επόμενο πρωί σίγουρα οι δρόμοι και τα αμάξια θα ήταν στρωμένοι με το λευκό πέπλο. Στην Ελλάδα ποτέ δεν είχα δει να πέφτει τόσο πολύ χιόνι, τουλάχιστον στην Αθήνα που είχα μεγαλώσει η ποσότητα ήταν ελάχιστη και έλιωνε με το που ξημέρωνε. Η σκέψη πως έπειτα από είκοσι εννέα χρόνια ζωής θα έβλεπα κανονικό χιόνι να καλύπτει τις αυλές των σπιτιών και τα κεραμίδια και όχι από καρτ- ποστάλ όπως συνήθιζα, με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου αργά τη στιγμή που ένιωσα το στρώμα πλάι μου να βουλιάζει και δυο χείλη ζεστά να αφήνουν το αποτύπωμα τους στον γυμνό μου ώμο.«Καλημέρα στο πιο όμορφο πλάσμα που περπάτησε ποτέ στη γη.» Ψιθύρισε ο Ντίλαν στο αυτί μου κι εγώ χαμογέλασα νυσταγμένα. Γύρισα ξανά ανάσκελα και άπλωσα το χέρι να χαϊδέψω τα ανακατωμένα από τον ύπνο πυκνά μαλλιά του πριν τραβήξω το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου μαλακά και του δώσω ένα τρυφερό φιλί όλο προσμονή. Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν σε ένα χαμόγελο καθώς το κορμί του συνέθλιψε ξανά το δικό μου ενάντια στο παχύ στρώμα. Το χέρι μου κινήθηκε στην πλάτη του, χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα το βελούδινο δέρμα του.
«Καλημέρα ποιητή μου.» Ανταπέδωσα με ένα ακόμα πεταχτό φιλί και το χαμόγελο του μεγάλωσε με περηφάνια. Πια δεν του ταίριαζε αυτή η ιδιότητα μόνο χαϊδευτικά μα και φυσικά, καθώς τα σχέδια του είχαν αλλάξει και είχε εκδώσει το έργο του στην χώρα που τον γέννησε και τον μεγάλωσε. «Μια καρδιά σε πόλεμο». Αυτός ήταν ο τίτλος της ποιητικής του συλλογής και συγκαταλεγόταν στη ρομαντική ποίηση. Χθες ήταν η παρουσίαση της στο μεγαλύτερο μέγαρο της πόλης, το πρώτο που είχε επισκευασθεί εγκαίρως από τους βομβαρδισμούς.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό αφήσαμε κάθε έγνοια στην άκρη και χαρήκαμε και διασκεδάσαμε με την ψυχή μας μέχρι τις πρώτες πρωινές σχεδόν, χορεύοντας σε τζαζ ρυθμούς, πράγμα πρωτόγνωρο για τους νεότερους Γερμανούς, απολαύσαμε γλυκιά σαμπάνια και εγώ γνώρισα τους φίλους του αγαπημένου μου και τις οικογένειες τους. Καλεσμένη ήταν όλη η καλή κοινωνία ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει από αυτή και όλη η υψηλή διανόηση. Ο μόνος που έλειπε από τη δεξίωση ήταν ο πατέρας του Ντίλαν, ο Κλάους Γουίντερς που δε φαινόταν να χαίρεται ιδιαίτερα που ο μικρότερος γιός του είχε κάνει το πρώτο του βήμα στην τέχνη, μα αυτό δε φάνηκε να επηρεάζει τη διάθεση του άντρα μου. Του έφτανε που βρισκόμουν πλάι του εγώ και η υπόλοιπη οικογένεια του, συμπεριλαμβανομένου και του Φρανκ, ο οποίος έμοιαζε ιδιαίτερα γοητευτικός και ευχάριστος το χθεσινό βράδυ. Πλάι του βρισκόταν η γυναίκα του η Γκρέτα, υπέρλαμπρη και κομψή κι εκείνη μέσα στη πανάκριβη πράσινη επίσημη τουαλέτα της που φώτιζε τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά της. Έμοιαζαν και οι δυο τόσο ευτυχισμένοι, ακριβώς όπως κι εγώ με τον Ντίλαν, ο οποίος χθες ήταν όλο χαμόγελα και πειράγματα με τους παλιούς φίλους του που είχε να δει πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Φυσικά, ακόμα και τότε, δεν παύαμε να ανταλλάσουμε ματιές που ξεχείλιζαν λαχτάρα και αγάπη.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Ο,τι και να είμαι
Ficção HistóricaΤι συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι τον εχθρό σου; Η νεαρή Αθηνά Δασκαλάκη είναι νοσοκόμα κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στον Ερυθρό Σταύρο. Όμορφη, γενναία και δυναμική, θα την ερωτευτούν δύο υψηλόβαθμοι Γερμανοί, δύο αδέρφια. Ο μεγαλύτερος, ο...