Κεφάλαιο 10: Θέμα Χρόνου

2.2K 202 57
                                    

Λένε πως τάχα μόνο τον Απρίλη
ανθίζουνε τά ρόδα και τά κρίνα.
Τώρα σάν νά 'χωμε Γενάρη μήνα,
κι όμως στά μάγουλα της καί στά χείλη
κρίνα και ρόδα βλέπω ανοιγμένα
μά κρίμα! δεν ανθίζουνε γιά μένα!
- Γεώργιος Δροσίνης

----------

Οι μήνες περνούσαν και η ζέστη όλο και μειωνόταν όπως και τα τρόφιμα. Ως μεσαία τάξη η οικογένεια μου περνούσε δύσκολα και ήταν φορές που δεν έτρωγα καλά, ώστε να έχει η μικρή μου αδερφή που το είχε περισσότερο ανάγκη από εμένα. Οι φακές είχαν γίνει συνηθισμένο γεύμα στο τραπέζι μας και κρέας είχαμε μόνο μια φορά τη βδομάδα, ή μπορεί να περνούσε και μήνας. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, όμως υπήρχαν και άτομα που ήταν σε χειρότερη κατάσταση από εμάς.

Ο Ερυθρός Σταυρός οργάνωνε συσσίτια για όσους συνανθρώπους μας το είχαν ανάγκη και μοίραζε κουβέρτες και είδη πρώτης ανάγκης σε άτομα που δύσκολα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν αυτή τη δύσκολη στιγμή. Ως νοσοκόμα με είχαν επιλέξει στην ομάδα εκείνη και με αυτό τον τρόπο μοίραζα τις βάρδιες μου στο νοσοκομείο και στο συσσίτιο. Το τι είχαν δει τα μάτια μου δε λέγεται. Μανάδες με μωρά στην αγκαλιά ή και με παραπάνω παιδιά στα χέρια τους, περίμεναν καρτερικά για μια μισή μερίδα φαγητό, ενώ εκείνα έκλαιγαν από την πείνα και από το κρύο. Αρκετοί τσακώνονταν άσχημα μεταξύ τους ώστε να προλάβουν πριν τελειώσει η πλέον πολύτιμη τροφή, που συνήθως ήταν ρεβίθια και φακές και όλο και κάποιος Γερμανός ερχόταν και τους χώριζε. Να πω επίσης πως τα πάντα γίνονταν υπό την επίβλεψη των κατακτητών μας.

Δεν έλειπαν φυσικά και τα ζωάκια, που οπότε μύριζαν φαγητό, έτρεχαν με την ελπίδα να τους δοθεί έστω και ένα κόκκαλο. Από τα σκυλιά φαίνονταν τα πλευρά τους και οι γάτες ήταν βρώμικες και χτυπημένες. Δεν υπάρχει χειρότερο για εμένα από ένα παιδί ή ένα ζώο να με κοιτά θλιμμένο, με μια μικρή ελπίδα να λάμπει στα μάτια τους πως θα βρει κάτι φαγώσιμο και εγώ να μην μπορώ να κάνω τίποτα, πέρα από ένα συμπονετικό βλέμμα.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που επέστρεφα σπίτι από το συσσίτιο κλαίγοντας και η μάνα μου με χίλια ζόρια προσπαθούσε να με καθησυχάσει. Μια μέρα, καθώς γυρνούσα μάλιστα, είδα στο δρόμο μια μικρή χνουδωτή μπάλα να με κοιτά φοβισμένη. Μόλις κατάλαβε πώς πλησίαζα το γατάκι μου νιαούρισε πεινασμένο και η καρδιά μου έλιωσε μόνο και μόνο που με κοίταξε με τα λαμπερά πράσινα ματάκια του. Ήταν ένα γκρι, σχεδόν νεογέννητο γατάκι, με βρώμικη μουσούδα και τρομακτικά αδύνατο, μάλλον είχε χαθεί από τη μαμά του και τα αδερφάκια του. Εντύπωση μου έκανε που δεν απομακρύνθηκε μόλις το πλησίασα με προσοχή και ήρθε ακόμα πιο κοντά μου, τρίβοντας το μικρο σωματάκι της στο χέρι μου που είχα απλώσει για να το χαϊδέψω. Πήρα το μικροσκοπικό μωράκι στα χέρια μου και το έβαλα στην μπροστινή τσέπη της στολής μου ώστε να το κρατήσω ζεστό.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora