Κεφάλαιο 58: Λημέρια

1.4K 169 132
                                    

«Χάθηκες μέσα στ' απόβραδο, μέσα στην μπόρα στον καπνό και στη νυχτιά
Κι έγινε το Σαββατόβραδο ένα λουλούδι πεταμένο στη φωτιά...»

Τραγούδησα μπροστά στον καθρέφτη μου καθώς χτενιζόμουν. Δεν μπορούσα ακριβώς να προσδιορίσω τι αισθανόμουν. Η χαρά μου που γύρισε ο Ντίλαν ήταν απερίγραπτη, όπως και ότι απόψε το βράδυ θα περπατούσαμε με τον αδερφό μου δίχως φόβο στους δρόμους της Αθήνας. Όμως η σκέψη πως ξαφνικά ο Φρανκ θα υπήρχε πια ως ανάμνηση στο μυαλό μου και μόνο αυτό, με έκανε να θέλω να τα βάλω με Θεούς και δαίμονες για να τον κρατήσω και εκείνον κοντά μου. Μέχρι τη σημερινή ημέρα δεν ήξερα πόσα σήμαινε για εμένα αυτός ο άνθρωπος.

Τα μάτια μου μαρτυρούσαν τον θρήνο για τον ακόμη ζωντανό Λοχαγό, πρησμένα και κόκκινα απ' το κλάμα. Μόλις γύρισα στο νοσοκομείο ήμουν απαρηγόρητη σε σημείο που η Εύα σκέφτηκε να μου δώσει ηρεμιστικό. Φυσικά και κάποια στιγμή στέρεψα από δάκρυα και συνέχισα την μέρα μου δίχως να ανταλλάξω κουβέντα με κανέναν. Η απώλεια είχε γίνει συνήθεια μας τα τελευταία χρόνια εξάλλου.

Ένιωθα πως θα χάσω το μυαλό μου με τα δύο αυτά συναισθήματα που πάλευαν για το ποιο θα υπερισχύσει στην καρδιά μου. Εν τέλει, πήρα τα ινία η ίδια, έκλεισα τα μάτια και ανάπνευσα ήρεμα. Όταν τα άνοιξα είχα ήδη αποφασίσει πώς η σημερινή μέρα ήταν γιορτή και στις γιορτές έπρεπε να δείχνουμε χαρούμενοι, έστω και επιφανειακά και τα μόνα δάκρυα που επιτρέπονται είναι αυτά της συγκίνησης. Άφησα μια ασταθή ανάσα και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Ο Ντίλαν δε θα ήθελα να με δει έτσι θλιμμένη.

Εκείνη τη στιγμή αναλογίστηκα πόσο αχάριστη ήμουν. Ο αγαπημένος μου ήταν πίσω στην αγκαλιά μου, σώος και αβλαβής, η χώρα μου ελεύθερη και όλα τα μέλη της οικογένειας μου και οι φίλοι μου ζωντανοί. Κι εγώ έκλαιγα για έναν Γερμανό Λοχαγό. Φυσικά και γνώριζα καλά πως ο Φρανκ ήταν κάτι παραπάνω απ' αυτό, όμως η σκέψη φαινόταν να ανακουφίζει κάπως την πονεμένη μου καρδιά.

«Ένας Γουίντερς επιστρέφει, άλλος φεύγει.» Μονολόγησα λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

«Είπες κάτι αδερφούλα;» Η φωνή του αδερφού μου με έκανε να τιναχτώ, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου εντελώς και γύρισα να τον κοιτάξω. Είχε γείρει στο κατώφλι της πόρτας μου, φορώντας ένα καλό λευκό πουκάμισο με λεπτές γκρι ρίγες. Φαινόταν πως τα μαλλιά του είχε προσπαθήσει να τα στρώσει, όμως μερικές απείθαρχες σγουρές τούφες έπεφταν στο μέτωπο του. Επίσης παράτησα πώς είχε αφήσει αξύριστες τις τρίχες πάνω από τα χείλη του και ήδη είχε αρχίσει να μεγαλώνει ένα παχύ μουστάκι πάνω από τα χείλη του. Ο Χάρης μεγάλωνε και άρχιζε να μοιάζει όλο και περισσότερο στον μπαμπά.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora