Κεφάλαιο 60: Ξένος για 'σένανε κι Εχθρός

1.4K 170 126
                                    

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
- Τάσος Λειβαδίτης

----------

Δύο μέρες είχαν περάσει από τότε που είχε φύγει ξανά ο Ντίλαν και ήμουν συνεχώς σε έξαψη για τα σχέδια που θα κάναμε με τους δικούς μου για να επιστρέψουμε στην Κρήτη κι εγώ στην αγκαλιά του αγαπημένου μου.

Ο αδερφός μου όμως φαινόταν πως είχε αλλά σχέδια. Ήδη είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ, κρυφά, δίχως την βοήθεια του Μάνου, όμως δεν θα αργούσε να το ανακαλύψει αργά ή γρήγορα. Πια είχε εμπλακεί ενεργά στη πολιτική ζωή και μάλιστα με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και περίμενε την άφιξη της κυβέρνησης από την Αίγυπτο στην Αθήνα.
Πέρα από αυτό, είχε κάνει και σημαντικές γνωριμίες και στον πολιτικό, αλλά και στον καλλιτεχνικό χώρο και πάντα είχε μια ιστορία να μας διηγηθεί στο μεσημεριανό τραπέζι με κάποιον γνωστό λογοτέχνη ή βουλευτή.
Φαινόταν πως του πήγαινε αυτού του είδους η ζωή και πια είχε αφήσει πίσω την αντάρτικη, όπως και τα επακόλουθα της.

Το πρωινό κυλούσε γαλήνια, βυθισμένο στη σιωπή, μια απόκοσμη σιωπή, λες και κάτι ήταν έτοιμο να συμβεί προ των πυλών. Ακόμη δεν είχαμε συνηθίσει την ελευθερία και κάθε σιωπή προκαλούσε αγωνία. Έτσι και σήμερα, προχωρούσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου ήρεμη, νομίζοντας πώς από στιγμή σε στιγμή, θα φανεί στην πόρτα κάποιος Γερμανός ή ταγματασφαλίτη να διαταράξει την γαλήνη. Αλλά αν δεν ήταν Γερμανός σίγουρα θα ήταν κάποιος άλλος.

Ένα κακό προαίσθημα είχε γεννηθεί μέσα μου και προσπαθούσα όσα γινόταν να εφησυχάζω τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να φύγουμε σύντομα από την Αθήνα. Γι' αυτό ήμουν βέβαιη. Ήδη είχα ζητήσει μετάθεση για τον Κρητικό Ερυθρό Σταύρο και μάλιστα είχε εγκριθεί. Τον Δεκέμβρη θα ήμουν στην αγκαλιά του αγαπημένου μου ξανά και θα έκανα Χριστούγεννα στο νησί μου μετά από χρόνια. Αυτό κάπως ησύχαζε την ανεξήγητη ταραχή που ένιωθα από την μέρα που αποχωρίστηκα τον Ντίλαν.
Ήμουν μόνη μου σήμερα, η Εύα είχε αποφασίσει να αφήσει τη δουλειά και η βάρδια της Γιάννας θα ξεκινούσε μόλις τελείωνε η δική μου.

Φασαρία ακούστηκε από την είσοδο, τραβώντας το ενδιαφέρον μου και πήγα ξανά προς τα εκεί με περιέργεια. Χαμογέλασα αχνά μόλις είδα τον αδερφό μου να μιλά σε μια νοσοκόμα ρωτώντας που βρίσκομαι, όμως το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου μόλις γύρισε και με κοίταξε. Φαινόταν πως ήταν νταβραντισμένος και έξω φρενών. Τα ανοιχτά καστανά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και κρατούσε το σακάκι του, ριγμένο πίσω απ την πλάτη του, με τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του ανοιχτά.

Ο,τι και να είμαιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora