43. Άδειασμα

5.4K 407 136
                                    


Ανδρέας

Άκουγα την ενοχλητική δονηση, και ενώ στην αρχή επέλεξα να το αγνοήσω, όποιος κι αν ήταν, ήταν πολύ επίμονος. Γύρισα πλευρό και αγνόησα την κλήση χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου. Μερικά δευτερόλεπτα γαλήνιας σιωπής και έπειτα πάλι η αναθεματισμένη δόνηση να τρυπάει επίμονα το μυαλό μου.

Ποιος στο διάολο;

Κοίταξα το όνομα του Χάρη να φωτίζει στην οθόνη. Τί θέλει ο γαμημένος τέτοια ώρα; Σκέφτηκα να απενεργοποιήσω εντελώς την συσκευή αλλά για να επέμενε αυτός, μπορεί και να ήταν κάτι σοβαρό.

<<Έλα ρε μαλάκα, τι έγινε;>>είπα με βραχνή φωνή στο ακουστικό. Καθάρισα τον λαιμό μου αλλά αρνούμουν να ανοίξω τα μάτια μου.

<<Τι να γίνει ρε; Πρέπει να γίνει κάτι για να μιλήσουμε δηλαδή;>>ρώτησε ο Χάρης προσποιούμενος τον θιγμένο και έχωσα περισσότερο το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι.

Μετά τη χθεσινή κραιπάλη δυσκολευόμουν να συνέλθω και η φωνή του Χάρη δεν αποτελούσε το ιδανικό ξύπνημα.

<<Άσε μας ρε Χαρούλη ακόμα δεν ανοίξαμε τα μάτια μας.>>μούγκρισα στο ακουστικό και άκουσα τον Ανμόλ από το δίπλα κρεβάτι να αναδεύεται και να μουρμουρίζει κάτι στα ινδικά.

Τα κακά της συγκατοίκησης.

<<Κομμάτια ακούγεσαι. Για να σπουδάσεις σε στείλαμε εκεί ή για ντόλτσε βίτες;>>

Όρεξη είχε ο μαλάκας πρωί πρωί και εγώ καμία για να του απαντήσω στον ίδιο τόνο.

<<Θα σε πάρω πιο αργά όταν ξυπνήσω. Τα λέμε->>

<<Περίμενε, περίμενε. Μην κλείσεις.>>με διέκοψε βιαστικά και ξεφύσησα ανυπόμονα στο ακουστικό.

<<Έλα λέγε.>>

Με τα παιδιά μιλούσαμε πολύ συχνά, δεν είναι ότι χάσαμε επαφή και δεν καταλαβαίνω γιατί έλειψα τόσο πολύ στον Χάρη ξαφνικά. Συζητούσαν μάλιστα με τους άλλους να έρθουν στα μέρη μου το Πάσχα, κάτι που σίγουρα ανυπομονούσα να συμβεί.

<<Χθες έμεινε εδώ η Μυρτώ.>>δήλωσε κάπως δειλά και ειλικρινά απόρησα και εκνευρίστηκα ταυτόχρονα.

Από πότε ο Χάρης με παίρνει εννιά το πρωί να μου προλάβει τα γκομενικά του; Δεν ήταν καν ο τύπος που το έπαιρνες εύκολα κουβέντα και ξαφνικά με ξυπνούσε για να προλάβω την είδηση.

<<Μπράβο και;>>

<<Κάτι παίχτηκε.>>

Θα του γαμήσω τίποτα του μαλάκα.<<Και δεν μπορεί να περιμένει να μεσημεριάσει;>>η φωνή μου πνίγηκε σε ένα γκρινιάρικο παράπονο. Ανάθεμα κι αν θα κατάφερνα να ξανα κοιμηθώ μετά από αυτό. Είχε καταφέρει να με ξυπνήσει και δεν θα κόλλαγε ύπνος.

Σαν καλοκαίριWhere stories live. Discover now