Τους τελευταίους μήνες υπήρχε μια ανελέητη, παγωμένη σιωπή μεταξύ μας. Οι ζωές μας κυλούσαν κανονικά, παράλληλα, μα δεν συνέκλιναν και ό,τι κοινό μας ένωνε, φίλοι, οικογένεια, γνωστοί, απέφευγαν να αναφερθούν στο θέμα.
Ήταν ο ελέφαντας στο δωμάτιο που όλοι βλέπαμε, μα αγνοούσαμε επιδεικτικά.
Εγώ συνέχιζα τη ζωή μου κανονικά, αυτός επίσης από ό,τι έβλεπα στα στόρι του. Είχαμε ανταλλάξει τα πιο ψυχρά κι άβολα χρόνια πολλά μέσω μηνύματος.
Είχε μάθει για εμένα και τον Άκη, ξέφυγε στη Μυρτώ αλλά δεν της θύμωσα. Πραγματικά δεν θύμωσα. Περισσότερο εκνευριζόμουν που δεν το συζητήσαμε ποτέ μεταξύ μας, παρά για το γεγονός ότι δεν το έμαθε από εμένα. Είχα ευθύνη, μα δεν άντεχα να το αντιμετωπίσω. Ήθελε να βγάλει τα συμπεράσματά του και αυτά κράτησε στο τέλος. Δεν ζήτησε τον λόγο ποτέ από εμένα και στο τέλος της ημέρας δεν καταλάβαινα αν αποσκοπούσε στο να κάνει καλό και στους δυο μας ή αν ένας ανόητος εγωισμός μας κράταγε χώρια.
Όπως και να έχει, είχα αποφασίσει να προχωρήσω. Θα είναι για πάντα ένα άτομο που αγαπώ, μα δεν λειτούργησε.
Έριξα το βλέμμα μου έξω από την ανοιχτή μου μπαλκονόπορτα που είχε θέα στην απέναντι πολυκατοικία. Μια γιαγιούλα έπλενε το μπαλκόνι της έχοντας σηκώσει τα μπατζάκια της παλιάς της φόρμας.
Ο καιρός είχε αρχίσει να ανοίγει, πλησίαζε Πάσχα και εγώ αμφιταλαντευόμουν για το αν θα πάω Θεσσαλονίκη ή Χίο για φέτος.
Οι γονείς μου ήθελαν πολύ να πάμε στο νησί, αλλά κάτι μέσα μου με φοβίζει. Η πιθανότητα, η σκέψη, όλη αυτή η κατάληξη. Δεν ήθελα να τον δω, γιατί ούτε αυτός ήθελε να με δει και το ήξερα και όλο αυτό χωρίς καν να είμαι σίγουρη για το αν θα γύριζε και ο ίδιος από Σκωτία για τις διακοπές. Μπορεί και να μην το έκανε. Φαινόταν να περνάει πολύ καλά άλλωστε.
Ευτυχώς όσον αφορά την παρέα, κανενός συμπεριφορά δεν είχε αλλάξει απέναντι μου. Μπορεί να παίζαμε όλοι τους Κινέζους, αλλά τουλάχιστον μεταξύ μας περνούσαμε καλά.
Η Χαρά έβγαινε πλέον επίσημα με τον Παναγιώτη και έπλεαν και οι δύο σε πελάγη ευτυχίας. Η Μυρτώ ήταν η κλασική Μυρτώ και με τον Χάρη έπαιζαν κρυφτούλι και σκωτσέζικο ντους ο ένας στον άλλον. Μία βρισκόντουσαν, μία σκοτωνόντουσαν, με την σταθερά ότι κανένας τους δεν παραδεχόταν τα συναισθήματά του να κρατά γερά.
Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στο βιβλίο, προσπαθώντας να μη χαζεύω και να τελειώσω επιτέλους το διάβασμα για την πρόοδο. Να και ένας τομέας της ζωής μου, άψογα ισορροπημένος. Το πανεπιστήμιο.
YOU ARE READING
Σαν καλοκαίρι
Romance''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητο και κόντεψα να πνιγώ με το ίδιο μου το σάλιο. Ο Ανδρέας και η Δήμητρα ήταν κολλητοί από τότε που θ...