Άνοιξα τα μάτια μου δειλά και η όρασή μου ήταν θολή. Που ήμουν; Ο χώρος γύρω μου ήταν σκοτεινός, μα μπορούσα να καταλάβω πως ήταν πρωί από μερικές αχτίδες φωτός που τρύπωναν άτακτα από ένα κλειστό παντζούρι.
Μούγκρισα ελαφρά καθώς ένας οξύς πονοκέφαλος με σταμάτησε από το να ανασηκωθώ και έπεσα και πάλι πίσω στο στρώμα.
Στο στόμα μου επικρατούσε μια απαίσια γεύση του αλκοόλ που κατανάλωσα άφθονα εχθές και με τρόμο συνειδητοποιώ πως δεν θυμάμαι τι συνέβη από ένα σημείο και μετά.
Βρήκα την Μυρτώ με τους συμφοιτητές της και ήπιαμε μερικά κρασιά, αρκετά για την ακρίβεια και έπειτα συνεχίσαμε σε ένα αφτεράδικο. Θυμάμαι κόσμο, σκοτάδι, ποτά, πολλά ποτά και μετά;
Με νευρικές κινήσεις αναζήτησα το κινητό μου αλλά δεν το έβρισκα πουθενά.
Σηκώθηκα βιαστικά από το άγνωστο σε μένα κρεβάτι και πλήρωσα την βιασύνη μου με ένα νέο, ορμητικό κύμα πόνου στο κρανίο μου. Θεέ μου τι το ήθελα! Αφού είχα υποσχεθεί πως δεν θα ξαναπιώ ποτέ στη ζωή μου.
Έψαξα στα τυφλά την κλειστή πόρτα και κατέβασα το χερούλι διστακτικά για να βρεθώ σε έναν ανοιχτό χώρο που έμοιαζε με σαλόνι.
<<Βρε καλώς την!>>η φωνή της Μυρτούς ηρέμησε κάπως τους παλμούς που δεν είχα συνειδητοποιήσει για πότε είχαν ανέβει και μισοέκλεισα τα μάτια μου προς το μέρος της.
<<Μυρτώ.>>η φωνή μου βγήκε εντελώς βραχνή και ταλαιπωρημένη.
Έχωσα το χέρι μου στα καστανά μαλλιά μου και προσπάθησα να τα στρώσω ανεπαίσθητα. Καθάρισα το λαιμό μου ηχηρά και το βλέμμα μου έπεσε σε έναν άνδρα που καθόταν δίπλα της.
Κάτι μου θύμιζε έντονα, μάλλον θα τον είχα γνωρίσει χθες αλλά δεν έβαζα το χέρι μου στην φωτιά.
<<Που είμαι;>>ρώτησα αποσυντονισμένη και η φωνή μου άγγιζε περισσότερο το ηχόχρωμά της πλέον.
Η Μυρτώ χασκογέλασε και σκούντησε τον τύπο δίπλα της.
<<Στο σπίτι του Αχιλλέα. Τον θυμάσαι τον Αχιλλέα.>>είπε λες και ήταν αυτονόητο, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν αν μου τον είχε συστήσει εχθές.
Εγώ ένευσα θετικά.<<Ναι. Ευχαριστούμε για την φιλοξενία Αχιλλέα.>>είπα κάπως τυπικά και αυτός κούνησε ακαθόριστα το χέρι του.
<<Τίποτα ρε.>>απάντησε χαλαρά.
Έριξα μια ματιά στο σώμα μου για να συνειδητοποιήσω πως φορούσα ακόμη τα ρούχα από χθες.
YOU ARE READING
Σαν καλοκαίρι
Romance''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητο και κόντεψα να πνιγώ με το ίδιο μου το σάλιο. Ο Ανδρέας και η Δήμητρα ήταν κολλητοί από τότε που θ...