52. Λυσιμελής πόθος

8.6K 428 53
                                    

Τον είχα και πάλι δίπλα μου και το στρώμα ήταν ζεστό, η θέρμη του με κρατούσε ασφαλή. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και είχα ξυπνήσει πριν καν ξημερώσει. Τώρα που οι ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει να τρυπώνουν μέσα από το παντζούρι του και να τον χαϊδεύουν απαλά στο πρόσωπο, να χρυσίζουν τα μαλλιά του, σχεδόν τις ζήλευα.

Αν καθόμουν να αναλογιστώ τη χθεσινή βραδιά θα έπρεπε να με πείσει κάποιος πως δεν ήταν όνειρο, πως αλήθεια συνέβη.

Αισθανόμουν το δέρμα μου να αγγίζει το δικό μου χωρίς ούτε μισό εμπόδιο υφάσματος, και η αίσθηση ήταν σχεδόν άυλη και παραμυθένια. Φοβόμουν πως ονειρεύομαι και πως αν ξυπνούσα σε λίγο θα εξαφανιζόταν το σώμα του από την αγκαλιά μου.

Ήμασταν στο δωμάτιο του πατρικού του σαν να μην πέρασε μια μέρα, ενώ είχανε περάσει τόσες πολλές. Είχαμε μεγαλώσει, είχαμε αλλάξει, αλλά πάλι υπήρχε μια σταθερή αξία σε αυτήν την σχέση που περνούσε σαράντα κύματα μονίμως.

Αφού γυρίσαμε σπίτι του το βράδυ, δεν μιλήσαμε. Κάναμε μόνο σεξ, ασταμάτητα και συνέχεια λες και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε ο ένας τον άλλον. Δεν αρνηθήκαμε στιγμή ότι μας είχε λείψει η σωματική επαφή μας, μα αυτή η ησυχία που έπρεπε να κάνουμε με σκότωνε. Πόσο θα ήθελα να τον έχω για αυτό το διάστημα χωρίς ούτε μισό περιορισμό να βάζει φρένο στα θορυβώδη συναισθήματά μου.

Τώρα που το πάθος έσβησε για λίγο, καθώς αυτός κοιμόταν γαλήνιος είχα χρόνο να σκεφτώ, αλλά ευχόμουν να μην είχα. Αυτές οι δεύτερες σκέψεις με έτρωγαν.

Δεν μετάνιωσα στιγμή, αλλά ήξερα ότι αυτό θα ήταν πάλι σαν να αγόραζα ένα προϊόν από το σούπερ μάρκετ που μερικοί τυπωμένοι μαύροι αριθμοί θα καθόριζαν μέχρι πότε μπορώ να το απολαμβάνω. Και η δική μας ημερομηνία λήξης ήταν σε μόλις μία εβδομάδα. Τυπωμένοι αριθμοί επάνω σε ένα κομμάτι χαρτί με προορισμό μια άλλη χώρα.

Ήθελα να θρηνήσω τον χρόνο που χάσαμε, αλλά δεν άξιζε τώρα αυτό.

Σηκώθηκα προσπαθώντας να κάνω όσο πιο ήσυχα γινόταν για να μην τον ξυπνήσω. Ήταν Κυριακή και δεν είχα τίποτα να κάνω με την ημέρα μου αλλά έπρεπε να δώσω το παρόν στο σπίτι.

<<Δε φεύγεις, δε σε έχω χορτάσει ακόμα.>>το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό μου και πριν προλάβω να αντιδράσω βρέθηκα και πάλι στο στρώμα.

Πότε πρόλαβε και με αντιλήφθηκε;

<<Ανδρέα, πρέπει να πάω και από το σπίτι.>>είπα ψιθυριστά, καθώς τον ένιωθα να χώνει το κεφάλι του στην καμπύλη του λαιμού μου και να κουρνιάζει στο σώμα μου φυλακίζοντάς με.

Σαν καλοκαίριWhere stories live. Discover now