<<Δεν θα πας πουθενά κυρία μου, πρέπει να το κόψεις αυτό το κακό συνήθειο!>>φώναξε η μαμά μου κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπό μου.
<<Ρε μαμά, έχεις δίκιο συγνώμη που δεν ειδοποίησα, με πήρε ο ύπνος.>>εξήγησα για πολλοστή φορά.
Αφού την είχε πληροφορήσει η κυρία Παναγιώτα, η μητέρα του Ανδρέα, ότι έμεινα εκεί καθώς την πήρε τηλέφωνο έντρομη για να δει που είμαι, τώρα τι ζόρι τραβούσε και με έπρηζε;
<<Και εγώ κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου. Δεν σου έχω απαγορέψει ποτέ τίποτα, όμως θέλω και εγώ να ξέρω τι κάνεις και που είσαι.>>
Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως είχα ετοιμαστεί ήδη. Όχι τίποτα το τρομερό, σε παραλία θα γινόταν το πάρτι, όμως είχα φορέσει το μαγιό μου ένα ψηλόμεσο, τζιν σορτσάκι και ένα κοντό μπλουζάκι και είχα ισιώσει τα μαλλιά μου παρά την ζέστη που με έκανε να λιώνω. Ήθελα να είμαι όμορφη και ανεπιτήδευτη όταν θα με έβλεπε, καθώς θα πήγαινα εκεί με την Μυρτώ.
<<Μαμά, πραγματικά συγνώμη. Έλα τώρα, με περιμένει η Μυρτώ στην πλατεία!>>την παρακάλεσα και την άκουσα να ξεφυσάει. Καλό σημάδι, σημαίνει πως την έριχνα σιγά σιγά.
Δεν ήθελα καν να ανοίξω την συζήτηση του ότι είμαι ενήλικη και δεν χρειάζεται να δίνω λογαριασμό γιατί τότε θα γινόταν το έλα να δεις. Σίγουρα δεν θα έφευγα ποτέ.
<<Τελευταία φορά.>>με προειδοποίησε βάζοντας τα χέρια στη μέση της.
Σηκώθηκα και της έσκασα ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο.<<Είσαι η καλύτερη.Τα λέμε!.>φώναξα και έσπρωξα την εξώπορτα, χωρίς να περιμένω δευτερόλεπτο παραπάνω αφού την είχα γλιτώσει.
<<Να προσέχετε!>>άκουσα την μάνα μου να φωνάζει μα είχα τρέξει ήδη έξω από την αυλή.
Είχα στήσει την Μυρτώ ένα τέταρτο, ελπίζω να μην μου θύμωνε πολύ. Ο Ανδρέας θα πήγαινε νωρίτερα, καθώς θα βοηθούσε έναν φίλο του με το στήσιμο του πάρτι και δεν ήθελα να πάω να στηθώ εκεί από νωρίς το απόγευμα παρόλο που μου το πρότεινε.
Η ώρα ήταν ήδη έντεκα το βράδυ όταν φτάσαμε στην παραλία. Ήταν από τις αγαπημένες μου, καθώς το πρωί τα νερά φάνταζαν διάφανα και τα βράχια που την περικύκλωναν δημιουργούσαν την αίσθηση ενός μικρού κολπίσκου.
Το ξύλινο μπιτς μπαρ ήταν γεμάτο με κόσμο, οι περισσότεροι φορώντας απλώς το μαγιό τους, λικνίζονταν στους ρυθμούς της καλοκαιρινής μουσικής. Από την μικρή οροφή κρέμονταν σειρές με πολύχρωμους, γυμνούς γλόμπους που έδιναν μια πολύ όμορφη πινελιά και πρόσθεταν στην χαλαρή και ανέμελη ατμόσφαιρα.
YOU ARE READING
Σαν καλοκαίρι
Romance''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητο και κόντεψα να πνιγώ με το ίδιο μου το σάλιο. Ο Ανδρέας και η Δήμητρα ήταν κολλητοί από τότε που θ...