49. Η πρόταση

6.1K 417 43
                                    

Τις τέσσερις επόμενες ημέρες στο εργοστάσιο έκανε σαν να μην με ήξερε. Και εγώ το ίδιο. Παρόλο που οι ομάδες μας συνεργάζονταν στενά, προσπερνούσαμε ο ένας στον άλλον σαν να βλέπαμε κάποιο άυλο φάντασμα και απευθύναμε τον λόγο ακόμη και για την μικρότερη αγγαρεία ή ερώτηση σε κάποιον τρίτο.

Η κατάσταση αυτή με είχε ρίξει. Τα συναισθήματά μου πέρασαν από τη νηνεμία που είχα συνηθίσει πάλι σε μια γνώριμη αντάρα που δεν ήξερα αν είχα το κουράγιο και πάλι να ζήσω, αλλά με τραβούσαν από μόνα τους.

Σαν να βρισκόμουν με μια βάρκα στη μέση του ωκεανού, σε μια μανιασμένη καταιγίδα και αναγκαστικά να έπρεπε να κάνω κουπί. Αλλιώς δεν θα έβγαινα ποτέ από εκεί μέσα.

<<Δημητρούλα, κορίτσι μου, όλα εντάξει;>>ο κύριος Παπαναστασίου βρέθηκε πίσω μου ακουμπώντας την παλάμη του στον ώμου μου καθώς βρισκόμουν σκυμμένη πάνω από τα ηλεκτρολογικά σχέδια του εργοστασίου.

Του χαμογέλασα ζεστά. Δεν υπήρχε πιο υπομονετικός και ζεστός άνθρωπος από τον κύριο Βαγγέλη. Ενδιαφερόταν για όλους, και ήταν λες και το γεγονός ότι βρισκόταν στο νησί του του έδινε μια μεταδοτική θετική ενέργεια που εξέπεμπε σε όλους τους υπόλοιπους εδώ μέσα.

Ακόμη κι εγώ που είχα τις μαύρες μου, δεν μπορούσα να μην του χαμογελάσω.

<<Όλα μια χαρά, τώρα τσεκάρω μια φορά τα σχέδια.>>

<<Μπορείς να περάσεις λιγάκι από το γραφείο μου, σε παρακαλώ;>>

<<Ναι, αμέ.>>απάντησα γλυκά και αμέσως τέντωσα το σώμα μου. Είχα πιαστεί τόσην ώρα σκυμμένη και ούτε που το είχα καταλάβει.

Τον ακολούθησα στο μικρό, πρόχειρο γραφειάκι που είχε φτιάξει μέσα στο εργοστάσιο. Δεν υπήρχε πόρτα και τέτοιες πολυτέλειες, καθώς για πιο επίσημες καταστάσεις είχε τα γραφεία που είχε νοικιάσει στην πόλη που χρησίμευαν και για τις λιγότερο πρακτικές δουλειές μας.

Κάθισε αμέσως στην καρέκλα του και μου υπέδειξε το απέναντι χαμηλό σκαμπό, με το παχουλό του χέρι.

Δεν ήξερα τί με ήθελε και δεν μπορούσα να σκεφτώ. Είχα κάνει κάτι λάθος; Δεν είχα αντιληφθεί από το ύφος του πως ίσως να τον πείραξε κάτι. Και πάλι το βλέμμα του έλαμπε με κάτι απροσδιόριστο.

<<Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι που ελπίζω να σε χαροποιήσει.>>μου χαμογέλασε θερμά.

Κάθισα δειλά στην καρέκλα απέναντι και ένα δειλό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό μου και έμεινε εκεί, προσπαθώντας να υποψιαστώ τι ήθελε να μου πει. Η καρδιά μου άρχισε να ανεβάζει ρυθμό και αυτή η αναμονή μετατράπηκε σε έναν μικρό αιώνα. Δεν με είχε φωνάξει ξανά μόνη μου στο γραφείο του, και ούτε είχε πάρει το μάτι μου άλλους να έρχονται πριν από εμένα.

Σαν καλοκαίριDonde viven las historias. Descúbrelo ahora