55. Επίλογος

11.6K 535 181
                                    

Η πτήση κλείστηκε σε ανταπόκριση από Αθήνα και έπειτα κάπου στη Γερμανία, και μετά από αυτό Αμερική. Στον τελικό μου προορισμό για τον επόμενο χρόνο. Ακόμα δεν το είχα συνειδητοποιήσει, μα πότε να προλάβω;

Οι εικόνες και ο χρόνος γύρω κινούνταν σε ρυθμούς μουδιασμένους, μέσα σε μια δίνη που με ρουφούσε και με παρέσυρε σαν ορμητικό ποτάμι στους γρήγουρους ρυθμούς της ζωής. Γενικά μου άρεσε να θέτω μια σειρά στα πράγματα, να ακολουθώ ένα ασφαλές πρόγραμμα και να παίρνω ευχαρίστηση από ο,τι καταφέρνω να ολοκληρώσω και αυτό το απρόοπτο ταξίδι ήρθε και έφερε τη ζωή μου τούμπα.

Όμως για έναν περίεργο λόγο, μέσα μου ένιωθα πως όσο πιο μακρύ ήταν το ταξίδι, τόσο το καλύτερο θα μου έκανε αυτό. Ένιωθα πως αν έφτανα όλα θα ήταν τόσο αληθινά και από την μία ανυπομονούσα να το ζήσω αλλά από την άλλη η χαρά μου ήταν λειψή.

<<Ξανά δες αν έχεις το διαβατήριο.>>

<<Ρε μαμά πριν πέντε λεπτά είδα! Λες να βγήκε μόνο του από την τσάντα μου να κάνει βόλτες στο αεροδρόμιο;>>απάντησα εκνευρισμένα.

Αν κάτι συνέβαλε ακόμη περισσότερο στο άγχος και τον εκνευρισμό μου αυτό ήταν σίγουρα το απίστευτο στρες που μου μετέφερε η μάνα μου, η οποία τα είχε πάθει όλα που η κόρη της άλλαζε ήπειρο.

Το αεροδρόμιο της Αθήνας δεν είχε πολύ κόσμο όπως το είχα συνηθίσει μιας και βρισκόμουν εδώ συνήθως την περίδιο των εορτών. Έσερνα την τεράστια βαλίτσα μου στα θαμπά του πατώματα και τα έντονα φώτα με ενοχλούσαν να βγήκα μέσα από το πιο σκοτεινό λαγούμι.

Ανάμεσα στις ταμπέλες που αναγράφονταν οι πύλες, στα μικρά μόνιτορ με την αναγγελία των πτήσεων και στην ουρά των check-in, εγώ φρόντιζα να περπατάω όσο πιο αργά με έπαιρνε χρονικά και κοίταζα συνεχώς πίσω από τον ώμο μου.

Οι αυτόματες πόρτες στις πύλες εισόδου άνοιγαν και έκλειναν, υποδεχόντουσαν πρόσωπα ανήσυχα, λυπημένα, χαρούμενα, ενθουσιασμένα. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω, μα κάθε φορά που τα μάτια μου συναντούσαν το ξένο βλέμμα ενός αγνώστου, η καρδιά μου βούλιαζε από μια παράξενη έλλειψη οικειότητας. Από την ανάγκη της για αυτήν.

<<Την εικόνα της Παναγίτσας;>>ρώτησε ξέπνοα η μητέρα μου και έριξα το βλέμμα μου πάνω της αυστηρά. Το μέτωπό της είχε ζαρώσει από ανησυχία και είχε δέσει τα χέρια γύρω από το στήθος της, διπλώνοντας την πλεκτή της ζακέτα προσταυτετικά στο αδύνατό της σώμα.

Σαν καλοκαίριWhere stories live. Discover now