17.Φαινομενική ισορροπία

7.9K 564 179
                                    

Άφησα τον καιρό να κυλάει ίσως στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Αν όχι το απόλυτο, σίγουρα ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες.

Ο χρόνος κυλούσε σαν νερό, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, φέρνοντας άπειρες ώρες με βόλτες, μπύρες και κρασιά με την παρέα του Ανδρέα και τα κορίτσια, άραγμα στο σπίτι μας με επιτραπέζια και ταινίες και φυσικά τον Σπύρο.

Δεν το είπαμε επίσημα μα εδώ και περίπου έναν μήνα βγαίναμε συνεχώς, ανταλλάσσαμε για ώρες φιλιά και χάδια και είχε μείνει και σπίτι μου μια φορά.

Μου είχε προτείνει πολλές φορές να πάω στο δικό του, μα η αλήθεια είναι πως κόμπλαρα λιγάκι ακόμα. Δεν αισθανόμουν εντελώς άνετα.

Κάθε φορά που φιλιόμασταν έντονα και τα χέρια του έτρεχαν στο κορμί μου, ένιωθα την γυναικεία φύση μου να ξυπνά, μα δεν ξέρω αν ήμουν ακόμη έτοιμη. Πάντως ο Σπύρος φαινόταν να θέλει κάτι παραπάνω και λογικό, αλλά ήταν πολύ κατανοητικός και τρυφερός μέχρι στιγμής.

Ήταν το τελυταίο άτομο στο οποίο μιλούσα πριν κοιμηθώ και ξυπνούσα με την καλημέρα του που μου έφτιαχνε την διάθεση και έφερνε τον ήλιο στην καθημερινότητά μου ακόμη κι όταν ο καιρός ήταν μουντός.

Γενικά ένιωθα πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό πως στη ζωή μου είχα βρει ισορροπίες και απολάμβανα κάθε στιγμή που περνούσε.

<<Τελικά το βράδυ θα πάμε για κανένα κρασάκι;>>ρώτησε η Χαρά που είχε απλωθεί στον καναπέ του Ανδρέα καθώς βρισκόμασταν στο σπίτι του, μαζί με την Μυρτώ και τον Χάρη.

Καταλήξαμε εδώ για μεσημεριανό, αφού ήταν Κυριακή και κανένας μας δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει με την ζωή του.

Εμένα το βλέμμα μου είχε κολλήσει στην οθόνη του κινητού μου, αφού συνομιλούσα με τον Σπυράκο και οι μύες του προσώπου μου πονούσαν σχεδόν από το μόνιμο χαμόγελο που υπήρχε στα χείλη μου.

<<Δήμητρα!>>η Χαρά με κλότσησε ελαφρά στο μπούτι και εγώ έστρεψα το βλέμμα μου επάνω της χαμογελώντας ακόμα.

<<Ε;>>ρώτησα και τότε παρατήρησα πως τέσσερα ζευγάρια μάτια με κοίταζαν επίμονα, σαν να περίμεναν κάτι από εμένα, μα εγώ συνέχιζα να κοιτώ με απορία.

<<Α καλά, την χάσαμε αυτήν. Ερωτεύτηκε.>>είπε η Μυρτώ κουνώντας ταυτόχρονα το χέρι της για έμφαση και εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου.

<<Τι θες μωρέ;>>

<<Ρώτησε ο Χάρης αν εσύ είσαι μέσα για το βράδυ.>>είπε ο Ανδρέας ανυπόμονα και έστρεψα το βλέμμα μου επάνω του.

Σαν καλοκαίριWhere stories live. Discover now