Κεφάλαιο 42°

1K 189 73
                                    

°°Μια νύχτα αφέγγαρη , τη μαγική στιγμή που σηκώνεται το υγρό αεράκι, θα βρεθείς μόνος να κλαίς για τη χαμένη σου ζωη... θα κλάψεις για τα λόγια που είπες, για τις πράξεις και την αρνηση... θα κλάψεις πολύ, θα κλάψεις πικρά, θα κλάψεις με πονο... κι εκεί που θα πιστέψεις πως όλα είχαν μια και μόνο πηγή, όλη η κοσμοθεωρία σου, θα ανατραπει...°°

Το σοκάκι ήταν ψυχρό.
Ένας ξεθωριασμένος πίνακας που υπάρχει στο μουσείο και δείχνει την άλλοτε ζωή...
Ένας πίνακας που σου υπενθυμίζει πως στη πέτρα που περπατάς κάποιος κάποτε είχε παρατημένο ένα πάγκο και πουλούσε τα λαχανικά του...
Κάποιος βογγηξε κουβαλώντας ξύλα ενώ κάποιος άλλος, έσερνε τα ζώα του για να τα μεταφέρει στην αγορά και να τα πουλήσει...
Ήταν η τρίτη φορά που πατούσε πόδι σε εκείνο το μέρος.
Η πρώτη ήταν για να επισκεφθεί το πατρικό της οικογένειας...
Η δεύτερη ήταν για να τοποθετήσει το ημερολόγιο που βρήκε, στο σπίτι του υποτιθέμενου εχθρού, και η τρίτη ήταν σήμερα...
Δεν είχε λόγο όμως σήμερα...
Δεν είχε σκοπό...
Ένιωθε τόσα πολλά που όλα μαζί συνέθεταν ένα όμορφο συνονθύλευμα οργής. Σαν ένα σύννεφο που περιέκλειε μέσα του το κενό, την νευρικότητα , το θυμό, την απελπισία. Όλα μαζί...
Ίσως θα μπορούσε να νιώθει και φόβο. Φόβο για όλους και για όλα. Φόβο για την επόμενη κίνηση του και το ποσό ήταν ικανός να βλάψει τους γύρω του.

Πέρασε τη πύλη και ήρθε αντιμέτωπος με την έρημη πόλη, μέσα στην ίδια τη πόλη. Σκουπίδια πεταμενα και ταξιδευμενα από τον αερα, βρωμιά, φύλλα, σκόνη...
Σπίτια μισογκρεμισμένα και μαγαζιά κλειστά.
Ποτέ δεν έτυχε να δει κόσμο τις δύο φορές που πήγε. Ούτε όταν πήγαινε ούτε στο γυρισμό. Ήξερε όμως πως κάποιοι ζούσαν εκεί. Μύριζε η γειτονιά καμία φορά τουρκικό καφέ και ξεραμένα κατακάθια..

Κίνησε το πέτρινο μονοπάτι και έφτασε στη πολυπόθητη πόρτα που χώριζε το σήμερα από το χθες. Εκεί ήταν εξολοκλήρου άλλος κόσμος. Σαν να ήθελαν οι κάτοικοι να διατηρήσουν την νοσηρή  αίγλη εκείνης της εποχής και τη φυλάκισαν πίσω από εκείνες τις πόρτες. Άπλωσε τη παλάμη, τράβηξε το μάνταλο και μπήκε μέσα...
Τίποτα δεν είχε αλλάξει σε εκείνο το μέρος.
Όλα ήταν το ίδιο κατεστραμμένα και εγκαταλελειμμένα.
Το όνειρο να φτιάξουν το πατρικό τους κατέρρευσε όπως ακριβώς κατέρρευσε και ο πατέρας του σαν πέθανε.
Έπιασε τη κατηφόρα με βήμα γοργό και φτάνοντας έξω από τα δύο σπίτια κοντοσταθηκε κοιτώντας τις πόρτες .
Μια αίσθηση να μπει στο σπίτι τους και να ρημάξει ότι απέμενε γεννήθηκε στα σωθικά του μα αντί αυτού, άγγιξε την αυλοπορτα από το δικό τους σπίτι και την άνοιξε...
Είχε ακούσει τόσες ιστορίες που ήταν ικανος να δει τη γιαγιά Ζηλο να απλώνει τραχανά και να πλένει τα χάλια της...
Τα βήματα τον οδήγησαν μέσα στο σπίτι αρκετά γρήγορα. Παρά τα χρόνια , ένιωθε μια γλυκιά οικειότητα να πλανάται στον αέρα. Μια σκουριασμένη σόμπα, ένας υγρός απο την υγρασία καναπές, λίγα κουζινικα τακτοποιημένα όμως, πλεκτά... Όλα ήταν στη θέση τους συγκριτικά με το σπίτι των Ασλάνογλου που είχε καταστραφεί.
Μόλις το βλέμμα του σύρθηκε στο κιτρινιασμενο πίνακα του Οζούλ που ήταν κρεμασμένος τοίχο, έβγαλε μια κραυγή και γονατίζοντας προς τα κάτω, έπιασε το κεφάλι του. Κράτησε πολλά μέσα του και ήταν αξιοθαύμαστο που τόση ώρα είχε καταφέρει να συγκρατήσει το ξέσπασμα...

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora